(από το ρήμα μέμνω) = ο σταθερός, ο επίμονος.
Ὑπνοῖ τι μικρόν, ἁρπαγὴν τὴν ἐσχάτην,Τὴν εἰς ἀπαντὴν τοῦ Θεοῦ, Μέμνων μένων.
Βλέπε βιογραφία του στις 28 Απριλίου.