Ο Άγιος Ησαΐας γεννήθηκε στη γη του Κιέβου από ευγενείς και φιλόθεους γονείς, που του έδωσαν χριστιανική αγωγή. Από τα νεανικά του χρόνια αγάπησε τον Χριστό, περιφρόνησε όλες τις κοσμικές απολαύσεις και ήλθε στη μονή των Σπηλαίων, για να γίνει μοναχός. Ηγούμενος ήταν τότε ο Όσιος Θεοδόσιος, που διείδε με την χαρισματική του διάνοια την μελλοντική εξέλιξη του νέου και τον ένδυσε με το μοναχικό ένδυμα. Από τότε ο Ησαΐας αφιερώθηκε «ψυχὴ τε καὶ σώματι» στον Νυμφίο Χριστό και άρχισε μια αυστηρή ασκητική ζωή.
Ήταν απλός, ταπεινός, υπάκουος, αφιλάργυρος, φιλάνθρωπος, γνήσιος ενσαρκωτής της αγγελικής ζωής. Και επειδή «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὄρους κειμένη», η φήμη της αρετής και της αγιότητός του διαδόθηκε σε όλη τη χώρα και έφθασε μέχρι τα αυτιά του μεγάλου ηγεμόνα Ιζιασλάβου Παροσλάβιτς.
Τότε εκείνος άρχισε να παρακαλεί επίμονα τον Όσιο Θεοδόσιο να δώσει την ευλογία του, για να τοποθετηθεί ο Ησαΐας ηγούμενος στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, μια και ο μακάριος Βαρλαάμ είχε κοιμηθεί εν Κυρίω.
Ο θεοφώτιστος Θεοδόσιος πληροφορήθηκε εσωτερικά από το Πανάγιο Πνεύμα ότι ήταν θέλημα Θεού να αναλάβει ο υποτακτικός του τη διακονία του ηγουμένου. Έτσι έδωσε την συγκατάθεση και την ευλογία να γίνει ο Ησαΐας ηγούμενος. Και εκείνος, μη θέλοντας να παρακούσει, σήκωσε με πόνο το βαρύ φορτίο και έγινε ο ποιμένας ο καλός των μοναχών της νέας μονής του.
Ούτε ο τρόπος της ζωής του άλλαξε, ούτε το ταπεινό φρόνημά του αλλοιώθηκε από το αξίωμα που ανέλαβε. Ο νους του ήταν πάντοτε προσκολλημένος στη μνήμη του Θεού και του θανάτου, της κρίσεως και της Βασιλείας των Ουρανών. Γι' αυτό συνέχιζε, με περισσότερο τώρα ζήλο, τις ασκήσεις και τους αγώνες του και γινόταν ζωντανό παράδειγμα αγγελικής βιοτής για τους υποτακτικούς του, καλώντας τους στις κορυφές των αρετών και εκπληρώνοντας πάντοτε πρώτος εκείνο που ζητούσε από τους άλλους.
Ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος χαιρόταν και ευγνωμονούσε τον Θεό και τον Όσιο Θεοδόσιο, που έστειλαν στη μονή του Αγίου Δημητρίου αυτόν τον έμψυχο αδάμαντα. Αλλά περισσότερο ο Κύριος δόξασε τον πιστό δούλο ου, τιμώντας τον με το υψηλό και θείο αρχιερατικό αξίωμα. Μετά την μακαρία κοίμηση του θεοφιλούς Λεοντίου, επισκόπου του Ροστώβ, ο Άγιος Ησαΐας, με κοινή βουλή Θεού και ανθρώπων, αναδείχθηκε Επίσκοπος σε εκείνη την επαρχία.
Όταν ήλθε στη θεόσωστη γη του Ροστώβ, ο Άγιος ποιμενάρχης βρήκε πολλούς Χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους αλλά αστερέωτους στην πίστη. Είχαν κρατήσει πολλές παλαιές ειδωλολατρικές συνήθειες και διέπρατταν, από άγνοια, σοβαρά αμαρτήματα. Άρχισε τότε ο Άγιος ένα δύσκολο και κοπιαστικό ποιμαντικό αγώνα, για τη διαφώτιση και την στήριξη του ποιμνίου του στην πίστη και την διδασκαλία του Χριστού. Περιόδευε ακατάπαυστα στις πόλεις και τα χωριά της περιοχής του Ροστώβ και της Σουζδαλίας. Κατηχούσε, κήρυττε, νουθετούσε, δίδασκε, διέλυε τις πλάνες, κατέλυε τα προπύργια του νοητού εχθρού. Όπου έβλεπε να υπάρχουν ακόμα είδωλα ή ειδωλολατρικοί ναοί, έδινε εντολή να κατεδαφισθούν ή να παραδοθούν στη φωτιά και έπειτα δίδασκε στους κατοίκους την Ορθόδοξη πίστη στην Αγία και Ομοούσιο και Ζωαρχική Τριάδα. Όσοι από τους αβάπτιστους Ρώσους πίστευαν, βαπτίζονταν από τον Όσιο Ιεράρχη στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και όσοι δεν πίστευαν με την κατήχηση και το κήρυγμα, πείθονταν με τα υπερφυσικά θαύματα και σημεία που επιτελούσε ο Άγιος με την δύναμη του Θεού. Αλλά και τις πιο σκληρές καρδιές τις λύγιζε η αγάπη, η ευσπλαχνία, η ακακία και η μακροθυμία του Αγίου. Ήταν παρηγορητής των θλιβομένων, τροφός των πεινασμένων, προστάτης των χειρών και ορφανών, βοηθός των φτωχών, υπερασπιστής των αδικουμένων.
Ο Άγιος Ησαΐας κοιμήθηκε με ειρήνη το 1090 μ.Χ.