Ο Όσιος Ανδρέας ο Ερημίτης και Θαυματουργός είναι άγνωστος στους Συναξαριστές. Στοιχεία για τη ζωή του καθώς και την Ακολουθία του, έγραψε ο Ανδρέας ο Ιδρωμένος ο Υπάργιος (+ 1847).
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτά, ο Όσιος αυτός καταγόταν από το χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μιχαήλ Β' του Κομνηνού δεσπότη της Ηπείρου (1234 - 1271 μ.Χ.). Κατά άλλους όμως, γεννήθηκε στο χωριό Σιβίστα της Ευρυτανίας, που βρισκόταν στο βουνό Καλάνα και που τώρα είναι βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών και αφού ενηλικιώθηκε πήγε στο Μονοδένδρι της Ηπείρου.
Ο Όσιος Ανδρέας, αφού εγκατέλειψε ηδονές χρημάτων, περιουσίας και συζύγου, κατοίκησε στην έρημο. Ως ησυχαστήριο του επέλεξε μάλλον τον τόπο γύρω από τα μοναστήρια της Αγίας Παρασκευής και του Προφήτη Ηλία στο Μονοδένδρι, ενώ αργότερα κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο στην Καλάνα. Εκεί, με άσκηση και προσευχή αγίασε τη ζωή του και απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Κύριος, κατά τον βιογράφο του, έδωσε θαυμαστό σημείο, κατά την κοίμηση του Οσίου, για να τον δοξάσει: «Ουράνιο φως και αναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν από τον ουρανό στο σημείο που βρισκόταν το τίμιο λείψανό του». Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός η βασίλισσα της Άρτας, Αγία Θεοδώρα (βλέπε 11 Μαρτίου), συγκέντρωσε την σύγκλητο και μετέβησαν στο μέρος που βρισκόταν το ιερό λείψανο και το ενταφίασαν έξω από το σπήλαιο με τιμές και ευλάβεια. Έδωσε δε εντολή να κτίσουν ναό προς τιμήν του Οσίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Καλάνης οἰκήτωρ καὶ ἐν σώματι Ἄγγελος, καὶ Χαλκιοπούλου τὸ κλέος, δόξα Βάλτου καὶ καύχημα, ὑπάρχεις ὡς Ἀνδρέα ἀληθῶς, διὸ καὶ εὐφημοῦμεν σὲ πιστῶς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ πειρασμῶν λυτρούσαι τοὺς βοῶντας σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σε θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σου πᾶσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ο ἔνσαρκος ἄγγελος
Ἀνδρείῳ φρονήματι ὑπεραθλήσας, λαμπρῶς ἀνδρείως ἐμόχθησας ὑπὲρ Χριστοῦ ἀληθῶς, ᾿Ανδρέα μακάριε· σὺ γὰρ καὶ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐρήμῳ παλαίσας, ἤθλησας ἐν Καλάνᾳ, τῷ θεῷ εὐαρέστως· δι' ὃ ἐν παῤῥησίᾳ, σεπτέ, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
᾿Εν τῷ κόσμῳ σωφρόνως θητεύσας καὶ τοῦ κόσμου ἀποταγείς, τὰ ἄνω προελόμενος καὶ ὑπὲρ τούτων θεοφιλῶς ἀσκησάμενος, ἐν Καλάνᾳ τέλος καταλεχθείς, πρέσβευε, πάτερ, καὶ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀνυμνούντων σε.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ πολύφωτος, τοῖς Χριστοφόροις σου τέκνοις, ἡ σεπτὴ ἀνέτειλε, τοῦ σοῦ θανάτου ἡμέρα, ἅπασαν διασκεδάζουσα ἀθυμίαν, ἀπαντᾷς ἡμᾶς καλοῦσα τοῦ ἐκβοᾶν σοι. Χαίροις πάνσοφε Ἀνδρέα, πατέρων δόξα καὶ κλέος καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Τοῖς Ἀνδρέα μάκαρ τῷ σῷ ναῷ, τῷ ἐν τῷ σπηλαίῳ, ἐρχομένοις καὶ τὴν σεπτήν, μνήμην σου τελοῦσι, πιστοῖς εἰρήνην δίδου, ὑγείαν καὶ τοῖς πᾶσι, πάτερ τὴν ἄφεσιν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Σωφρόνως ἐν κόσμῳ διαβιῶν, ἀγγελικὸν βίον ἐπεπόθησας ἀγαθέ. ῞Οθεν Χριστὸς ἠξίωσέν σε σύσκηνον τῶν ὁσίων καί τῶν ἁγίων πάντων, Ἀνδρέα ὅσιε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
᾿Εν Καλάνᾳ, πάτερ, δοκιμασθείς, εὐχῇ καὶ ἀσκήσει καὶ ἀγῶσι πνευματικοῖς, χάριτι ἠξιώθης στεφάνων θείας δόξης καὶ βασιλέων δάφνας, Ἀνδρέα ὅσιε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Δῆμοι τῶν Ἀγράφων εὐλαβεῖς καί τῆς Αἰτωλίας οἱ φιλόθεοι εὐσεβεῖς ἀθρόως προσκυνοῦσιν Ἀνδρέου τὴν παλαίστραν, τὸ σκάμμα τῆς Καλάνας τὸ θεοτίμητον
Ὁ Οἶκος
Τὴν φωνὴν τὴν τοῦ εὐαγγελίου πάτερ ἀκούσας, σοὺς οἰκείους καὶ τὰ πάντα καὶ τοῦ Μονοδένδρου τόπον ἐγκαταλείψας, καὶ τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὠμῶν ἀράμενος, τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου ἀνεπιστρόφως διήνυσας. Καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ Καλάνης Ὅρος, ταῖς μὲν προσευχαῖς καὶ νηστείαις καὶ χαυμευνείαις τὸν Θεὸν εὐαρεστήσας, τοῖς δὲ σοῖς δάκρυσι τὴν ἔρημον πᾶσαν κατήρδευσας. Ὅθεν καὶ παρὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πηγὴν χαρισμάτων εἴληφας, τοῦ ποιεῖν τὰ θαύματα, καὶ πηγάζειν ἰάματα, τοῖς ἐν πίστει προσιοῦσι σοι. Ἐν , δὲ τῇ τελευτῇ σοῦ, ὑπὸ τοῦ Κυρίου δοξαζόμενος, ὡς ἥλιος ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐλαμψας, καὶ πυρσοὺς εἰς οὐρανὸν ἀναβαίνοντας, ἄνωθεν τοῦ σπηλαίου ἔδειξας. Καὶ ἰδοῦσα τὸ σημεῖον ἡ τῆς Ἄρτης ἁγία βασίλισσα, μετ’ εὐλαβείας σπεύσασα, τὴν ταφήν σου ἐποιήσατο, καὶ οἶκον ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου μέγαν ἀνήγειρεν. Σὺν αὕτη σὺν καὶ ἡμεῖς πάτερ ἀοίδιμε, ἐν κατανύξει βοῶμεν σοι. Χαίροις πάνσοφε Ἀνδρέα πατέρων δόξα καὶ κλέος καὶ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος ἅ΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Σκιρτὰ νῦν σὺν ἡμῖν, Χαλκιόπουλος πᾶσα καὶ ᾄδει ἐκτενῶς, τοὺς καλοὺς σοῦ ἀγῶνας Ἀνδρέα τρισόλβιε, οὓς ἀνδρείως ὑπήνεγκας. Ὅθεν αἴτησαι, τοὺς ἐτησίως τελοῦντος, τὰ μνημόσυνα, τῆς ἐκδημίας σου, πάντων, κακῶν ἁπαλλάτεσθαι.