Ο Όσιος Ησύχιος καταγόταν από την αρχαία πόλη Άνδραπα (ή Άνδράκινα ή - κατά τον Μ. Γαλανό - Νέα Κλαυδιούπολη) της Γαλατίας. Σε νεαρή ηλικία, φλεγόμενος από πόθο για τη μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε την πατρίδα του και κατέφυγε στα προς την θάλασσα μέρη της Αρδανίας, προς το όρος του Μαΐωνος, όπου έκτισε καλύβα και διέμενε καλλιεργώντας τους έρημους αγρούς που βρίσκονταν γύρω από το κελί του. Για το άνυδρο του τόπου κατέβηκε στους πρόποδες του βουνού, όπου βρήκε πηγή νερού και εκεί έκτισε ναό αφιερωμένο στον Απόστολο Ανδρέα. Έζησε αυστηρό ασκητικό βίο και ο Θεός του δώρισε το χάρισμα της θαυματουργίας.
Ο Όσιος Ησύχιος κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας με ειρήνη και ενταφιάσθηκε εντός του ναού, που είχε οικοδομήσει, πλησίον της δεσποτικής πύλης και μέσα σε λίθινη λάρνακα. Κατά το έτος 781 μ.Χ., ο Επίσκοπος Αμασείας Θεοφύλακτος μετέφερε το ιερό λείψανο αυτού στην Αμάσεια και απέθεσε αυτό στο δεξιό μέρος του Θυσιαστηρίου. Η μνήμη του Οσίου Ησυχίου επαναλαμβάνεται και στις 10 Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν σὴν κλῆσιν σφραγίζων Πάτερ τῷ τρόπῳ σου, ἐν ἡσυχίᾳ διῆλθες τὴν σὴν ὁσίαν ζωήν, καὶ ἐδόξασας Χριστὸν τῇ πολιτείᾳ σου· καὶ θαυμάτων αὐτουργός, ἀνεδείχθης ἀληθῶς, Ἡσύχιε θεοφόρε, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Χριστὸν τὸν Θεόν, ποθήσας ἐκ νεότητος, αὐτοῦ τὸν Σταυρόν, ἄρας σοφὲ ἐπ’ ὤμων σου, αὐτῷ κατηκολούθησας, καὶ ἰσάγγελον βίον ἐβίωσας· καὶ νὺν δυσώπει ὑπὲρ ἡμῶν, Ἡσύχιε Πάτερ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡσυχίας θεῖος πυρσός, Ἡσύχιε Πάτερ, καὶ θησαύρισμα ἀρετῶν· χαίροις τῆς Τριάδος, θεράπων θεοφόρος, καὶ πρέσβυς ἡμῶν μέγας, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον.