(μένος + ανήρ) = αυτός που έχει ανδρική ορμή.
1) Έξοχος κωμικός ποιητής (342 - 290 π.Χ.) που οκτώ φορές έλαβε πρωτείο.2) Αθηναίος στρατηγός του Πελοπ. Πολέμου.3) Φίλος του Μέγα Αλέξανδρου.
Γυμνὸν συρέντα τὸν Mένανδρον ἐν πέτραις,Στολὴν ὁ Xριστὸς ἐνδύει σωτηρίας.
Ο Άγιος Μένανδρος γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου και ήταν στρατιωτικός. Μαρτύρησε αφού τον έσυραν γυμνό, πάνω σε αιχμηρές πέτρες κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.).Στον Λαυριωτικό Κώδικα 170 η μνήμη του Αγίου Μένανδρου φέρεται κοινή μετά του Αγίου Σαβίνου την 16η Μαρτίου.