Ο Άγιος Νεομάρτυς Λάζαρος καταγόταν από την πόλη Κάμπροβα της Βουλγαρίας και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Αφού αναχώρησε από την Βουλγαρία, ήλθε στην πόλη Σώμα, κοντά στην Πέργαμο και έγινε βοσκός. Κάποια ημέρα που ο Άγιος έβοσκε το ποίμνιό του, αποκοιμήθηκε. Κατά τύχη δε την ώρα εκείνη περνούσε από εκεί μια οθωμανίδα, κατά της οποίας επιτέθηκε το σκυλί της ποίμνης και έσκισε λίγο τα ενδύματά της. Η γυναίκα, μόλις επέστρεψε στο σπίτι της, έδιεξε τα σκισμένα ενδύματά της στον σύζυγό της, συκοφαντώντας τον Λάζαρο ότι δήθεν ήταν αυτός που την βίασε. Ο Τούρκος οργίσθηκε και έτρεξε αμέσως να βρει τον Λάζαρο. Αντί αυτού, βρήκε έναν φίλο του Αγίου, τον οποίο τραυμάτισε. Όταν δε πληροφορήθηκε ο Τούρκος ότι ο τραυματισθείς δεν ήταν ο Λάζαρος, ζήτησε από τον αγά την τιμωρία του Λαζάρου.
Έτσι ο Άγιος συνελήφθη στις 7 Απριλίου του 1802 μ.Χ. και κλείσθηκε στη φυλακή. Η αθωότητά του αποδείχθηκε, αλλά οι συγγενείς της ως άνω γυναίκας υποσχέθηκαν στον αγά χίλια γρόσια στην περίπτωση που θα επετύγχανε τον εξισλαμισμό ή τον θάνατο του Μάρτυρα. Η φιλαργυρία οδήγησε τον άρχοντα στο να υποβάλλει τον Νεομάρτυρα Λάζαρο σε φρικτά βασανιστήρια. Οι δήμιοι πύρωσαν σιδερένια ραβδιά, διά των οποίων κατέκαψαν ένα προς ένα όλα τα μέλη του σώματός του, ενώ τον βίαζαν να ομολογήσει πίστη στον Μωάμεθ. Αφού κατέκαψαν τέλος και την γλώσσα του Αγίου Λαζάρου, τον παρακινούσαν - άφωνο πια - να υποδείξει με νεύματα ή με κίνηση της κεφαλής τη συγκατάθεσή του στην επιθυμία τους να αλλαξοπιστήσει. Αλλά ούτε τα φρικώδη βασανιστήρια, ούτε οι βαριές πέτρες που τέθηκαν στο στήθος του, ούτε οι ραβδισμοί στάθηκαν ικανά για να μεταπείσουν τον Μάρτυρα. Έτσι δέχθηκε για την αγάπη του Χριστού τον δι' αγχόνης θάνατο, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών.
Ακολουθία του νεομάρτυρα αυτού, συνέταξε ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Χίος.
Κοντάκιον
Ἤχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ ἑώας ἔλαμψας, ὡς φαεινὸς ἑωσφόρος, τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου ταῖς νοηταῖς μαρμαρυγαῖς, καταφωτίζων τοῦς χαῖρέ σοι, ἀναβοῶντας, πολύαθλε Λάζαρε.
Μεγαλυνάριον
Ὑμνοις τοῦς ἀγῶνάς σου, τοὺς σεπτοὺς, εὐφημοῦμεν πάντες, θεῖε Λάζαρε Ἀθλητὰ, καὶ τὰ ἱερά σου λείψανα προσκυνοῦμεν, καὶ τῆς μορφῆς τὸν τύπον κατασπαζόμεθα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τῷ Θεῷ τῶν ὅλων νῦν παρεστῶς, αἴτησαι πταισμάτων, τοῖς τιμῶσί σε παρ’ Αὐτοῦ, ἄφεσιν εὐχαῖς σου, Λάζαρε θεῖε Μάρτυς, καὶ τῶν ἐπερχομένων δειῶν τήν λύτρωσιν.
Ὁ Οἶκος
Σοῦ τὴν πυρφόρον καὶ πυρίκαυστον γλῶσσαν, καλλίνικε τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὰ, τὴν ὡς μάχαιραν τῷ πυρὶ στομωθεῖσαν, καὶ ὡς ἐν θηγάνῃ, τῆ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριτι τεγθειμένην ὀφθεῖσαν, καὶ τὰς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν φάλαγγας διατεμοῦσαν, τῆς σῆς φημὶ γλώττης, ἔδει τὴν χάριν παρεῖναί μοι, ἵνα μὴ τὸ λαμπρὸν τῶν σῶν ἀμαυρώσω ἀγώνων, καὶ τὸ μεγαλεῖον τῶν σῶν μειώσω ἀριστειῶν. Ἀλλὰ κατ’ ἀξίαν παραστήσω, τῆς σῆς ψυχῆς τὸ εὕτονόν τε καὶ ἀνένδοτον ἐν τοῖς δριμυτάταις βασάνοις. Ἀλλ’ ἐπεὶ οὐκ ἔνι ταύτην δοθῆναι τῇ ἐμῇ ἀναξιότητι, τοῦτον σοὶ μόνον μεθ’ ἱερᾶς εὐλαβείας, καὶ πόθου ἀναβοῶ, χαῖρε ἔνδοξε Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πολύαθλε Λάζαρε.