(αμφί + λοχάω) = ο πολύ άγρυπνος.
Eις τον Φιλητόν και Λυδίαν.Ὥσπερ Φιλητοῦ καὶ Λυδίας σάρξ μία,Οὕτως ἓν αὐτῶν καὶ μετ' εἰρήνης τέλος.Eις τον Θεοπρέπιον και Mακεδόνα.Θνῄσκει Θεοπρέπιος σὺν Μακεδόνι,Θεοπρεπῶς ᾄδοντες ὕμνους Κυρίῳ.Eις τον Aμφιλόχιον και Kρονίδην.Δοὺξ συντελευτᾷ τῷ Κομενταρησίῳ,Ἐξουσιάζων ἐξυπηρετουμένῳ.
Σε καιρό διωγμού (125 μ.Χ.), και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός (117 - 138 μ.Χ.), ο Φιλητός με τη σύζυγο του Λυδία και τα δυο τους παιδιά, συνελήφθησαν και τους ζητήθηκε ν' αρνηθούν το Χριστό. Αλλά γονείς και παιδιά, έμειναν πιστοί στην ομολογία Του. Μάλιστα, επειδή δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην σοφία του Αγίου Φιλητού, τους παρέδωσαν στον Δούκα Αμφιλόχιο, που ήταν δούκας στην Σλαβονία, ο οποίος, αφού κρέμασε τον Άγιο Φιλητό και την Αγία Λυδία επάνω σε ξύλο, τους έγδαρε. Τότε πίστεψε στον Χριστό ο Κρονίδης ο κομενταρήσιος, ο οποίος μαζί με τους λοιπούς Αγίους φυλακίστηκε.Τη νύχτα, ενώ οι Άγιοι έψαλλαν και προσεύχονταν, ήλθαν Άγγελοι που τους έδωσαν θάρρος για τους μαρτυρικούς αγώνες. Την επόμενη ημέρα παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι στον Αμφιλόχιο, ο οποίος έδωσε εντολή να τους ρίξουν μέσα σε χάλκινο λέβητα πυρωμένο και γεμάτο με λάδι και ρητίνη. Μόλις, όμως, οι Άγιοι έκαναν το σημείο του Σταυρού, ο λέβητας ψυχράνθηκε. Όταν το είδε αυτό ο Αμφιλόχιος πίστεψε στον Χριστό και έριξε τον εαυτό του στον λέβητα λέγοντας: «Κύριε, βοήθησε με». Τότε ήλθε φωνή από τον ουρανό που είπε: «Άκουσα την δέησή σου, ανέβα προς Εμένα με χαρά».Όταν ο βασιλέας έμαθε ότι οι Άγιοι είχαν διαφυλαχθεί σώοι και υγιείς τους άφησε ελεύθερους και έτσι τελείωσαν τον βίο τους προσευχόμενοι.