Οι Όσιοι Λάζαρος και Αθανάσιος έζησαν στη Ρωσία και ασκήτεψαν στην περιοχή Μούρμανσκ και κοιμήθηκαν οσίως με ειρήνη.
Στη αυτοβιογραφία του, ο Όσιος Λάζαρος αποκαλεί τον εαυτό του Ρωμαίο, γεννημένο στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1286 μ.Χ. Στην πατρίδα του έγινε μοναχός σε μοναστήρι υπό την καθοδήγηση του Γέροντα Αθανασίου Δισκότη, κτίτορα πολλών μοναστηριών. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Λάζαρος βρέθηκε υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου Βασιλείου Καππαδοκίας. Το 1343 μ.Χ., ο Επίσκοπος Βασίλειος, επιθυμώντας να ενισχύσει την Ρωσική Εκκλησία, έστειλε τον Όσιο Λάζαρο ως αγιογράφο μαζί με άλλους μοναχούς και δώρα στον Άγιο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ.
Ο Όσιος Λάζαρος έκανε αντίγραφο της Εικόνας της Σοφίας, της Σοφίας του Θεού για την Επισκοπή Καππαδοκίας και συνέταξε μια αναφορά για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια του Νόβγκοροντ. Όταν συνάντησε τον μοναχό, ο ιεράρχης του Νόβγκοροντ τον προσκύνησε και τον ευλόγησε να μείνει σε μοναστήρι που είχε κτίσει. Δέκα χρόνια υπηρέτησε πιστά τον Άγιο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ, μέχρι τον θάνατο του το 1352 μ.Χ.
Λυπημένος που είχε στερηθεί και τους δύο του καθοδηγητές (προηγουμένως, ο Όσιος είχε λάβει γράμματα που τον ενημέρωναν και για το θάνατο του Επισκόπου Βασιλείου Επισκόπου Καππαδοκίας), ο Όσιος Λάζαρος σκέφτηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ωστόσο, σε όνειρο, του εμφανίστηκε ο ιεράρχης του Νόβγκοροντ Βασίλειος και του είπε «να πάει προς τα βόρεια, προς τη θάλασσα, στο Νησί Μούχα στη Λίμνη Ονέγκα» (Νησί Μουρόμ στη Λίμνη Ονέγκα). Λίγο αργότερα, και ο πρώτος του καθοδηγητής, ο Επίσκοπος Βασίλειος, τον διέταξε σε όνειρο να πάει στο ίδιο μέρος και να ιδρύσει μοναστήρι.
Όμως ο Όσιος Λάζαρος δεν κατάφερε να φτάσει άμεσα στο νησί αυτό. Για πολύ καιρό, ο ιδιοκτήτης του νησιού, ένας έμπορος του Νόβγκοροντ με το όνομα Ιβάν, δεν του επέτρεπε να καταφτάσει. Ο μοναχός προσευχήθηκε θερμά προς την Παναγία και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, και έκλαψε στον τάφο του Αγίου Βασιλείου. Τελικά, ο Άγιος Βασίλειος εμφανίστηκε στον έμπορο σε όνειρο και τον διέταξε να δωρίσει το νησί «στον φίλο μας Λάζαρο», ώστε να τιμηθεί εκεί η Μητέρα του Θεού.
Ο Όσιος Λάζαρος έφτασε μόνος του στον ευλογημένο τόπο. Έστησε έναν σταυρό, μια καλύβα και ένα εκκλησάκι. Σύντομα, οι ντόπιοι Λοπάρι και Χουντ που ζούσαν στο νησί άκουσαν για αυτόν και υπέστη πολλές κακουχίες από αυτούς. Έκαψαν την καλύβα του και προξένησαν ό,τι ζημιά μπορούσαν. Τον χτύπησαν, τον έδιωξαν από το νησί και τον καταδίωξαν για να τον σκοτώσουν. Αλλά ο Θεός και η Βασίλισσα του Ουρανού φύλαξαν τον Όσιο.
Στον τόπο της καμένης καλύβας, η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εμφανίστηκε ξανά στον Όσιο Λάζαρο, θαυματουργικά χωρίς να έχει πάθει ζημιά από τη φωτιά. Ήταν με αυτήν την εικόνα που τον είχαν ευλογήσει όταν έγινε μοναχός, και από αυτήν ακούστηκε μια εντολή: «Ο άπιστος λαός θα γίνει πιστός, και θα υπάρχει μία Εκκλησία και ένα ποίμνιο Χριστού. Ιδρύστε σε αυτόν τον τόπο μια εκκλησία στην Κοίμηση της Θεοτόκου».
Μετά από λίγο καιρό, ο αρχηγός των Λοπάρι ήρθε στον μοναχό και τον παρακάλεσε να θεραπεύσει ένα παιδί που είχε γεννηθεί τυφλό. Ο Όσιος Λάζαρος θεράπευσε το τυφλό παιδί μετά από προσευχή και ραντίσμα με αγιασμένο νερό. Στη συνέχεια, οι «κακοί άνθρωποι» εγκατέλειψαν το νησί, και ο πατέρας του θεραπευμένου παιδιού έγινε μοναχός, και όλοι οι γιοι του βαπτίστηκαν.
Από τότε, άνθρωποι άρχισαν να έρχονται στον Όσιο από μακρινά μέρη. Τους βάπτιζε και τους έκηρε μοναχούς. Ακόμα και οι συμπατριώτες του ήρθαν σε αυτόν από την Κωνσταντινούπολη, οι Όσιοι Μοναχοί Ελεάζαρ, Ευμένιος και Ναζάριος (βλέπε 4 Ιουνίου), μελλοντικοί κτίτορες της Μονής του Προδρόμου στην περιοχή του Όλονητσκ.
Επισκεπτόμενος το Νόβγκοροντ, ο Όσιος Λάζαρος έλαβε από τον Επίσκοπο Μωϋσή (1352 - 1360 μ.Χ.) την ευλογία για την κατασκευή ενός μοναστηριού, μαζί με ένα αντίμητρο και κάποια εκκλησιαστικά σκεύη. Χτίστηκε μια εκκλησία προς τιμήν της Κοίμησης της Θεοτόκου, η πρώτη σε όλη την παραλιακή περιοχή, καθώς και εκκλησία της Ανάστασης του Λαζάρου και ακόμη και ξύλινη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου μαζί με τραπέζι.
Το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Μουρόμ οικοδομήθηκε και ενισχύθηκε από τον ζήλο του ηγουμένου του, Οσίου Λαζάρου, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο χρόνος του θανάτου του αποκαλύφθηκε σε όνειρο από τον πιστό του προστάτη, Άγιο Βασίλειο του Νόβγκοροντ. Επιλέγοντας άξιο διάδοχο, τον Αθωνίτη Γέροντα Θεοδόσιο, και αφού έλαβε τα Ιερά Μυστήρια, ο Όσιος Λάζαρος εκοιμήθη εν Κύριο στις 8 Μαρτίου 1391 μ.Χ., σε ηλικία 105 ετών. Ετάφη σε παρεκκλήσι δίπλα στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Ο Βίος του Οσίου Λαζάρου γράφτηκε από τον Γέροντα Θεοδόσιο από τις δηιγήσεις του ίδιου του Οσίου Λάζαρου.
Ο Ηγούμενος Αθανάσιος αγωνίστηκε στο μοναστήρι του Οσίου Λαζάρου του Μουρόμ (ή Μούρμανσκ) στα μέσα του 15ου μ.Χ. αιώνα. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του. Μετά την κοίμησή του, το σώμα του Οσίου Αθανασίου τοποθετήθηκε σε ειδικό παρεκκλήσι και εκεί διατηρούνται οι αλυσίδες του ως αποδεικτικά στοιχεία των άθλων του. Ο ασκητής τιμάται τοπικά στο μοναστήρι του Οσίου Λαζάρου μαζί με τον τελευταίο. Η λατρεία του Οσίου Αθανασίου χρονολογείται από παλιά. Στο δεύτερο μισό του 17ου μ.Χ. αιώνα, ο Ηγούμενος Αθανάσιος περιγράφεται ως «σεβάσμιος θαυματουργός».
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν ένα τροπάριο και ένα κοντάκιο προς τιμήν του Οσίου Αθανασίου.
Στην εικονογραφία, ο Όσιος Αθανάσιος απεικονίζεται με το κομποσχοίνι στο αριστερό του χέρι, ενώ στο δεξί του χέρι κρατάει ένα κυλινδρικό έγγραφο ως σύμβολο της διδασκαλίας του το οποίο αναφέρει: «Άκου, αδελφέ μου, και μην αμαρτάνεις μέχρι το τέλος του αιώνα». Σε μια εικόνα των Οσίων Λαζάρου και Αθανασίου από το Μοναστήρι της Κοιμήσεως του Μουρόμ, οι Όσιοι απεικονίζονται σε πλήρες μήκος, προσευχόμενοι στον Σωτήρα στον ουρανό.
Κάποιες φορές ο Όσιος Αθανάσιος απεικονίζεται με το κεφάλι του ακάλυπτο, κοντά μαλλιά και μακριά σκοτεινή γενειάδα, με την άκρη να είναι κοφτερή. Φοράει ένα ανοιχτό πράσινο ρούχο και μια καφέ χλαίνη με μπλε Σχήμα και κουκουλιόνιο στους ώμους του. Από πάνω υπάρχει η επιγραφή: «Άγιος Αθανάσιος του Μουρόμ, Θαυματουργός».