(από την λέξη ευσεβής) = ο ευσεβής.
Εὐσέβιον κτείνουσι δυσσεβεῖς ξίφει,Τὸν εὐσεβῶς βιοῦντα καὶ Χριστοῦ φίλον.
Ο Άγιος Ευσέβιος παρουσιάστηκε αυθόρμητα στον άρχοντα της Φοινίκης και του έκανε δριμύτατη παρατήρηση για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών. Εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε να τον γδάρουν και να τρίψουν τις πληγές του με τρίχινα πανιά, που ήταν αλειμμένα με αλάτι. Ο Άγιος όμως, αντί να υποφέρει, χαιρόταν σαν να μη έπασχε ο ίδιος. Στην απόγνωση του ο άρχοντας τον αποκεφάλισε και έτσι ο Ευσέβιος έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.