ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 21 - 24
24 Ἐνῳ λοιπὸν ἐσκεπτόμην καὶ ἐσχεδίαζα τοῦτο, δὲν τὸ ἐπραγματοποίησα. Μήπως ἄραγε ἀπὸ τὴν ματαίωσιν τοῦ σχεδίου μου αὐτοῦ ἠμπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ τὸ συμπέρασμα, ὅτι μετεχειρίσθην τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἐπιπολαιότητα, τὴν ὁποίαν μερικοὶ μοῦ ἀποδίδουν; Ὄχι. Ἢ μήπως ἐκεῖνα, ποὺ ἀποφασίζω, τὰ ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικός, ποὺ ὁρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν διευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Μόνον ἐὰν ὤριζα τὸν ἑαυτόν μου, θὰ ἦτο βέβαιον τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι μου. Ἀλλὰ δὲν ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικὸς καὶ ἔτσι ἀναγκάζομαι νὰ ἀθετῶ τὸν λόγον μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου, ὅταν τὸ Πνεῦμα, ποὺ μὲ κυβερνᾷ, διατάσσῃ διαφορετικά.
21 Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος δίδει τὴν βεβαιότητα καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς σᾶς, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς στηρίζει, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός.
22 Αὐτὸς καὶ μᾶς ἐσφράγισεν ὡς ἰδικούς του καὶ ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ πληρώσῃ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ μᾶς δίδει μὲ τὸ εὐαγγέλιόν του.
23 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ταξιδίου μου, ἐπικαλοῦμαι τὸν καρδιογνώστην Θεόν νὰ ἴδῃ αὐτὸς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ νὰ μαρτυρήσῃ, ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι καὶ δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου.
24 Λέγω δὲ τὸ τελευταῖον αὐτό, ὄχι διότι εἴμεθα κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχομεν ἐξουσίαν εἰς σᾶς σὰν νὰ εἶσθε δοῦλοι μας. Εἴμεθα ὅμως συνεργάται τῆς χαρᾶς σας καὶ θέλομεν νὰ συντελῶμεν, ὅπως αὐξάνῃ ἡ χαρά σας. Ἀποκλείεται δὲ ὁλότελα τὸ νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν πίστιν σας, διότι σεῖς στέκεσθε καλὰ καὶ εἶσθε στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 1 - 4
1 Απεφάσισα δὲ τοῦτο καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Ηὗρα δηλαδὴ καλύτερον καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ ἔλθω πάλιν εἰς σᾶς ἀναγκασμένος καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς λυπῶ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς νὰ μὲ λυπῆτε μὲ τὰς ἀταξίας, ποὺ θὰ βλέπω μεταξύ σας.
2 Ὠρισμένως δὲ ἡ ἐγὼ ἢ σεῖς θὰ ἐδοκιμάζαμεν λύπην. Διότι, ἐὰν ἑγὼ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπην μετανοίας εἰς σᾶς, ποῖος ἄλλος μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος, ποὺ δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυπεῖται ἀπὸ ἑμέ; Ἔτσι ἐὰν ἐγὼ δὲν λυποῦμαι, θὰ λυπῆσθε ὅμως σεῖς.
3 Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς τοῦτο εἰς προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ διορθώσετε ἐν τῷ μεταξὺ τὰς ἀταξίας, ὥστε, ἐὰν ἔλθω εἰς Κόρινθον, νὰ τὰ εὕρω ὅλα ἐν τάξει καὶ νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐξ αἰτίας ἐκείνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ χαίρω. Ἄλλως τε ἡ λύπη μου θὰ ἐλύπει καὶ σᾶς. Διότι ἔχω δι’ ὅλους σας πεποίθησιν, ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας.
4 Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι διὰ τοὺς ἐλέγχους, ποὺ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐγὼ δὲν ἐδοκίμασα τίποτε. Διότι σᾶς ἔγραψα ἀπὸ πολλὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῆς καρδίας, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι διὰ νὰ λυπηθῆτε, ἀλλὰ διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ὑπερβολικὰ ἔχω πρὸς σᾶς.