ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50
36 Τὸν παρεκάλει δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους νὰ φάγῃ μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἐξηπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης, ὅπως τότε ἐσυνηθίζετο.
37 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔζη εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἦτο ἁμαρτωλή, ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι εἶναι καθισμένος καὶ τρώγει εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἔφερεν ἀγγεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτον ἀπὸ μῦρον
38 καὶ ἀφοῦ ἐστάθη πλησίον τῶν ποδῶν του, ὀπίσω ἀπὸ τὴν τράπεζαν, ὅπως ἦτο ἑξαπλωμένος ὁ Κύριος, σκεπτομένη τὰς ἁμαρτίας της ἐξέσπασεν εἰς κλαυθμούς. Καὶ ἤρχισε νὰ βρέχει τοὺς πόδας του μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τοὺς ἐσπόγγιζε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. Συγχρόνως δὲ ἐφιλοῦσε μὲ εὐλαβῆ πόθον τοὺς πόδας του καὶ τοὺς ἔλειφε μὲ τὸ μύρον.
39 Ὅταν δὲ εἶδεν αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὸ γεῦμα, ἐσκέφθη μέσα του καὶ εἶπεν· Αὐτός, ἐὰν ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε διὰ τοῦ διορατικοῦ πνεύματος, ποὺ ἔχουν οἱ προφῆται, ποία εἶναι καὶ ποίαν διαγωγὴν καὶ ποῖον βίον διεφθαρμένον ἔχει ἡ γυναῖκα αὐτή, ποὺ τὸν ἐγγίζει· θὰ ἐγνώριζε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή.
40 Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπαντῶν εἰς τοὺς ἀποκρύφους αὐτοὺς διαλογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου τοῦ εἶπε· Σίμων, ἔχω κάτι νὰ σοῦ εἴπω. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Διδάσκαλε, εἰπέ.
41 Ἦσαν εἰς κάποιον δανειστὴν δύο χρεωφειλέται. Ὁ ἕνας ἐχρεώστει πεντακόσια δηνάρια, ὁ ἄλλος πεντήκοντα.
42 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ δώσουν πάλιν τὰ δανεικά, ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ χρέος καὶ εἰς τοὺς δύο. Εἰπέ μου λοιπὸν τώρα, ποῖος ἐξ αὐτῶν θὰ ἀγαπήσῃ τοῦτον περισσότερον;
43 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων καὶ εἶπε· Νομίζω, ὅτι ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ περισσότερον χρέος, αὐτὸς καὶ θὰ ἀγαπήσῃ περισσότερον. Ὁ Ἰησοῦς δὲ τοῦ εἶπε τότε· Ὀρθῶς ἔκρινας.
44 Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε πρὸς τὴν γυναῖκα, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμβῆκα εἰς τὸν οἶκον σου καὶ δέν μοῦ ἔρριψες νερὸ διὰ νὰ πλύνω τοὺς πόδας μου· αὐτὴ ὅμως ὄχι μὲ κοινὸν νερό, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ δάκρυά της μοῦ ἔβρεξε τοὺς πόδας καὶ μοῦ τοὺς ἐσπόγγισε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της.
45 Σὺ δέν μοῦ ἔδωκες φίλημα οὔτε εἰς τὸ πρόσωπον. Αὐτὴ ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἐμβῆκε, δὲν ἔπαυσε μὲ πολλὴν ταπείνωσιν νὰ μοῦ καταφιλῇ τοὺς πόδας.
46 Σὺ δὲν μοῦ ἤλειψες τὴν κεφαλὴν μὲ ἀπλοῦν ἔλαιον, ποὺ εἶναι τόσον ἐθηνόν. Αὐτὴ ὅμως μὲ πανάκριβον μύρον μοῦ ἤλειψεν ὄχι τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ τοὺς πόδας.
47 Ἕνεκα δὲ τούτου, σὲ βεβαιῶ καὶ μάθε το, εἶναι συγχωρημέναι αἱ πολλαί της ἁμαρτίαι, διότι ἠγάπησε πολύ. Ἐζήτησε τὴν ἄφεσιν τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν της, γεμᾶτη εὐγνωμοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς ἐμέ, ποὺ θὰ τὴν συνεχώρουν. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ νομίζει, ὅτι δὲν χρεωστεῖ πολλά, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τὴν ἰδέαν του ἀφίνεται ὀλίγον χρέος, ὀλίγον ἀγαπᾷ, ὅπως συμβαίνει μὲ σέ. Ἡ γυναῖκα δηλαδὴ αὐτὴ μὲ ἠγάπησεν ὡς σωτῆρα της πολὺ περισσότερον ἀπὸ σέ, ποὺ δὲν αἰσθάνεσαι τόσον τὴν ἀνάγκην νὰ σὲ σώσω.
48 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτήν· Εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου.
49 Καὶ ἤρχισαν αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, νὰ λέγουν μέσα τους· Ποῖος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος καὶ ἁμαρτίας ἀκόμη τολμᾷ νὰ συγχωρῇ;
50 Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· Οἱ ὁμοτράπεζοί μου δὲν ἔχουν τὴν πίστιν τὴν ἰδικήν σου. Σὺ ἦλθες εἰς ἐμὲ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ λάβῃς τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Ἡ πίστις σου αὐτὴ σὲ ἔσωσε. Πήγαινε μὲ τὴν συνείδησιν ἤρεμον καὶ μὲ τὴν καρδίαν γεμᾶτην εἰρήνην. Καὶ πρόσεξε νὰ μὴ χάσῃς ποτὲ τὴν εἰρήνην αὐτήν.