ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 1 - 13
1 Καὶ ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς περιώδευεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Διότι δὲν ἤθελε να κάμῃ τὰς περιοδείας τοῦ κηρύγματός του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν νὰ τὸν φονεύσουν.
2 Ἐπλησίαζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, ἡ καλουμένη σκηνοπηγία, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας παρέμενον οἱ Ἰουδαῖοι κάτω ἀπὸ σκηνάς, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ζωῆς, τὴν ὁποίαν ὡς σκηνῖται ἐπέρασαν οἱ πρόγονοι των εἰς τὴν ἔρημον.
3 Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς τοῦ εἶπον οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί του, τὰ τέκνα δηλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς γυναικός, ποὺ εἶχε προτοῦ ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὴν Μαρίαν· Φύγε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ κάνεις ἐδῶ, τόσον οἱ ἐκεῖ μαθηταί σου, ὅσον καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἕνεκα τῆς ἑορτῆς θὰ ἀναβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
4 Πήγαινε ἐκεῖ, διότι κανένας δὲν κάνει τίποτε κρυφά, ὅταν ζητῇ αὐτὸς νὰ γίνῃ δημοσίως γνωστός, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὅλοι. Ἐφ’ ὅσον κάνεις τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ θὰ συναχθῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
5 Τοῦ ὡμίλησαν δὲ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διότι οὔτε αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί του ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσαίας.
6 Λέγει λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ ἰδικός μου χρόνος, ὁ προκαθωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα μου ὡς κατάλληλος διὰ νὰ φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὡς Μεσσίαν, ὁπότε καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἦλθεν ἀκόμη· ὁ ἰδικός σας ὅμως χρόνος, ὁ κατάλληλος διὰ νὰ ἀναβῆτε ὡς προσκυνηταὶ Ἰουδαῖοι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἶναι πάντοτε ἕτοιμος.
7 Δὲν ὑπάρχει λόγος ὁ κόσμος νὰ σᾶς μισῇ, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐμποδίζεσθε νὰ ὑπάγετε ὀποτεδήποτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐμὲ ὅμως ὁ κόσμος μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ δι’ αὐτόν, ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρά, καὶ τὸν ἐλέγχω δι’ αὐτά. Ὅταν λοιπὸν ὑπάγω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ μὲ θανατώσουν.
8 Σεῖς νὰ ἀναβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ λάβετε μέρος εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτὴν τῆς σκηνοπηγίας· δι’ ἐμὲ δὲν ἦλθεν ἀκόμη ἡ ὥρα διὰ νὰ ἀναβῶ ἐπισήμως καὶ φανερὰ εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτήν, διότι ὁ καιρὸς ὁ ἰδικός μου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἔχῃ περατωθῆ τὸ ἔργον μου καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἔχει ἀκόμη συμπληρωθῇ.
9 Ἀφοῦ δὲ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ταῦτα, ἔμεινεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ μὲ συνοδείαν πολλῶν, ἀλλ’ ἰδιωτικῶς καὶ σὰν κρυφά.
11 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνέβη, χωρὶς νὰ γίνῃ δημοσίᾳ ἀντιληπτός, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἐζήτουν κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς καὶ ἔλεγον· Ποὺ εἶναι ἐκεῖνος;
12 Καὶ πολλὰ κρυφομιλήματα μὲ παράπονα καὶ σχόλια ἄλλοτε δυσμενῆ καὶ ἄλλοτε εὐμενῆ ἐγίνοντο δι’ αὐτὸν μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τοῦ λαοῦ. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καλὸς καὶ εἰλικρινής, ἄλλοι δὲ ἔλεγον· ὄχι, δὲν εἶναι καλός, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ τὸν εὔπιστον λαόν.
13 Κανένας ὅμως δὲν ὡμίλει περὶ αὐτοῦ ἐλεύθερα καὶ φανερά, ἕνεκα τοῦ φόβου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι ἐμίσουν τὸν Ἰησοῦν καὶ κατεδίωκον τοὺς ὀπαδούς του.