ΗΣΑΪΑΣ ΛΖ´ 33 - 38
33 Ἐπειδὴ δὲ μετὰ ζήλου θὰ ὑπερασπίσῃ τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ τοῦτο οὕτω λέγει ὁ Κύριος ἐν σχέσει πρὸς τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων: Κατ’ οὐδένα λόγον θὰ εἰσέλθῃ οὗτος εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, οὔτε θὰ ρίψῃ κατ’ αὐτῆς βέλος, οὔτε θὰ προτάξῃ κατ’ αὐτῆς ἀσπίδα, οὔτε θὰ κατασκευάσῃ τριγύρω της τάφρον ὠχυρωμένην·
34 ἀλλὰ διὰ τοῦ δρόμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦλθε, δι' αὐτοῦ θὰ γυρίσῃ πάλιν· καὶ εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν κατ' οὐδένα λόγον θὰ εἰσέλθῃ.Αὐτὰ λέγει οὐχὶ ἄνθρωπός τις, ἀλλ’ ὁ ἀψευδὴς καὶ παντοδύναμος Κύριος:
35 Θὰ ὑπερασπίσω τὴν πόλιν ταύτην, διὰ νὰ σώσω αὐτὴν διὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπίαν μου καὶ πρὸς χάριν τοῦ δούλου μου Δαβίδ.
36 Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐφόνευσεν ἐκ τοῦ στρατοπέδου τῶν Ἀσσυρίων ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδας ἀνδρῶν.Καὶ ὅταν ἐσηκώθησαν τὸ πρωΐ, εὗρον ὅλα τὰ σώματα τῶν στρατιωτῶν αὐτῶν νεκρά.
37 Καὶ ἔφυγεν ἐπιστρέψας ὀπίσω ὁ Σενναχηρείμ, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, καὶ κατῴκησεν εἰς τὴν Νινευῆ
38 Καὶ ὅταν αὐτὸς προσεκύνει εἰς τὸν ναὸν τοῦ Νασαράχ, τοῦ προστάτου τοῦ πατρικοῦ του οἴκου, οἱ υἱοὶ τοῦ Ἀδραμελὲχ καὶ Σαρασὰρ τὸν ἐφόνευσαν μὲ μαχαίρας, αὐτοὶ δὲ διεσώθησαν εἰς τὴν Ἀρμενίαν.Καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ’ αὐτοῦ ὁ υἱός του Ἀσορδάν.
ΗΣΑΪΑΣ ΛΗ´ 1 - 6
1 Συνέβη δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τοῦτο· ἠσθένησεν ὁ Ἐζεκίας μέχρι θανάτου καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἡσαΐας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀμώς, ὁ Προφήτης, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος.Κανόνισε τὰ του οἴκου σου σύμφωνα μὲ τὴν τελευταίαν θέλησίν σου, διότι ἀποθνήσκεις σὺ καὶ δὲν θὰ ζήσῃς.
2 Καὶ ἐγύρισεν ὁ Ἐζεκίας τὸ πρόσωπόν του πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ δωματίου, καθὼς κατέκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης, καὶ προσηυχήθη πρὸς τὸν Κύριον
3 λέγων: Ἐνθυμήσου, Κύριε, πῶς ἐπολιτεύθην καὶ συμπεριεφέρθην ἐνώπιόν Σου πιστῶς καὶ ἀφωσιωμένως, ἐλεύθερος ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῶν εἰδώλων, μὲ καρδίαν εἰλικρινῆ, καὶ ἐποίησα τὰ ἀρεστὰ εἰς Σέ.Καὶ ἔκλαυσεν ὁ Ἐζεκίας μὲ κλαυθμὸν μεγάλον.
4 Καὶ ἔγινε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Ἡσαΐαν λέγων:
5 Πήγαινε καὶ εἰπὲ εἰς τὸν Ἐζεκίαν, Αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Δαβὶδ τοῦ προπάτορός σου: Ἤκουσα τὴν προσευχήν σου καὶ εἶδον τὰ δάκρυά σου.Ἰδοὺ προσθέτω εἰς τὸν χρόνον τῆς ζωῆς σου δεκαπέντε ἔτη.
6 Καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων θὰ σὲ γλυτώσω, καθὼς καὶ τὴν πόλιν ταύτην Ἱερουσαλήμ: Καὶ θὰ ὑπερασπίσω τὴν πόλιν αὐτήν.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΓ´ 12 - 18
12 Καὶ ὁ Ἅβραμ ἔμεινε καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν χώραν Χαναάν, ὁ δὲ Λὼτ εἰς κάποιαν πόλιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς τὰ Σόδομα.
13 Οἱ δὲ κάτοικοι τῶν Σοδόμων ἦσαν πονηροί, κακοὶ καὶ ὑπερβολικὰ ἁμαρτωλοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
14 Ὁ δὲ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν φιλειρηνικὸν καὶ πρᾶον Ἅβραμ, ἀφοῦ ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτὸν ὁ Λώτ, ὁ ἀνεψιός του, μὲ τὴν θέλησίν του· «σήκωσε τὸ βλέμμα σου καὶ κύτταξε ὅλον αὐτὸν τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον τώρα εὑρίσκεσαι· κύτταξε πρὸς βορρᾶν καὶ πρὸς νότον καὶ πρὸς ἀνατολὰς καὶ πρὸς δυσμάς, ὅπου εἶναι ἡ Μεσόγειος θάλασσα· κύτταξε γύρω σου ὅσον ἠμπορεῖς μακρύτερα καὶ ὅσον παίρνει τὸ μάτι σου,
15 διότι ὅλην αὐτὴν τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν βλέπεις, εἰς σὲ θὰ τὴν δώσω καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου ὡς κτῆμα αἰώνιον, ἰδικόν σας γιὰ πάντα».
16 Καὶ διὰ νὰ μὴ ὀλιγοπιστήσῃ ὁ Ἅβραμ εἰς τὴν θείαν ὑπόσχεσιν, ἐπειδὴ ἦταν γέροντας, ἡ δὲ γυναῖκα του στεῖρα, ὁ Θεὸς τοῦ ὑπόσχεται κάτι ἄλλο, ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες· τοῦ εἶπε: «Θὰ πληθύνω τόσον πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου, ὥστε θὰ αὐξηθοῦν καὶ θὰ γίνουν ἀναρίθμητοι ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς· ἐὰν ἠμπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὴν ἄμμον τῆς γῆς, ἄλλο τόσον θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου.
17 Σήκω ἐπάνω καὶ διάσχισε τὴν χώραν αὐτὴν καὶ περπάτησέ την, ὅπως γυρίζει κάθε ἀφέντης τὰ κτήματά του· περπάτησέ την κατὰ τὸ μῆκος καὶ κατὰ τὸ πλάτος της, ὥστε νὰ τὴν γνωρίσῃς καλά, διότι εἰς σὲ θὰ τὴν δώσω καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου ὡς κτῆμα αἰώνιον, ἰδικόν σας γιὰ πάντα».
18 Καὶ ὁ Ἅβραμ κατάπληκτος ἀπὸ τὴν θείαν ἀγαθότητα ὑπάκουσε πρόθυμα εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου· ἀφοῦ διέλυσε καὶ ἐσήκωσε τὴν σκηνήν, ποὺ εἶχε στήσει εἰς τὴν Βαιθήλ, ἦλθε καὶ ἑκατοίκησε κοντὰ εὶς τὴν βελανιδιὰν τὴν Μαμβρῆ, ἡ ὁποία ἦταν εἰς τὴν Χεβρών· καὶ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἔκτισε θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ θυσιάζῃ εἰς Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν λατρεύῃ.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΔ´ 27 - 35
27 Αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου εἶναι πηγὴ ἀληθινῆς ζωῆς, κάμνουν δὲ τὸν ἄνθρωπον νὰ βλέπῃ καὶ νὰ παραμερίζῃ ἀπὸ τὴν θανατηφόρον παγίδα τῆς ἁμαρτίας.
28 Εἰς τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ὑπηκόων ἐνὸς ἔθνους ἔγκειται ἡ δόξα κάθε βασιλέως, ὅταν ὅμως ὀλιγοστεύη ὁ λαός, διότι οἱ θάνατοι ὑπερβαίνουν τὰς γεννήσεις, τότε ὁ δυνάστης αὐτός, λόγῳ ἐλλείψεως στρατοῦ, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὸν ἐχθρὸν καὶ θὰ συντριβῇ.
29 Ὁ ὑπομονητικὸς ἄνθρωπος, ποὺ συγκροτεῖ τὸν θυμόν του, ἔχει πολλὴν φρόνησιν, ἐνῷ ὁ μικρόψυχος καὶ εὐερέθιστος εἶναι ὑπερβολικὰ ἀνόητος.
30 Ὁ πρᾶος καὶ ὑπομονητικὸς ἄνθρωπος γίνεται ἰατρὸς τῶν πόνων τῆς καρδίας τῶν ἄλλων, ἐνῷ ἡ ὑπερβολικὰ εὐαίσθητος καὶ εὔθικτος καρδία γίνεται σκουλήκι, τὸ ὁποῖον κατατρώγει τὰ κόκκαλα τοῦ ἀνθρώπου.
31 Ὅποιος μὲ συκοφαντίας καὶ ἀδικίας ἀποστερεῖ καὶ ἀπογυμνώνει τὸν πτωχὸν ἀπὸ τὰ ὀλίγα ποὺ ἔχει, ἐξοργίζει τὸν Θεόν, ποὺ ἔπλασε τὸν πτωχόν· ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τιμᾷ, φοβεῖται καὶ σέβεται τὸν Θεόν, ἐλιεῖ τὸν πτωχόν.
32 Καθ’ ἣν ὥραν ὁ ἀσεβὴς διαπράττει τὸ κακόν, θὰ σπρωχθῇ καὶ θὰ κατακρημνισθῇ ἀπὸ τὴν θείαν δικαιοσύνην, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ ἔχει καθαρὰν συνείδησιν, αὐτὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἔχει τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ.
33 Εἰς τὴν ἀγαθὴν καρδίαν τοῦ ἐναρέτου ἀνθρώπου θὰ κατασκηνώσῃ καὶ θὰ ἀναπαυθῇ ἡ θεία σοφία, εἰς τὴν ψυχὴν ὅμως τῶν ἀφρόνων δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνῃ σοφίαν, ἔστω καὶ ἂν ἐπισταμένως ἐρευνήσῃ.
34 Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης ὑψώνει καὶ δοξάζει ἕνα ἔθνος, ἐνῷ αἱ ἁμαρτίαι καὶ ἀδικίαι ἐλαττώνουν καὶ ἐξαλείφουν φυλὰς ὁλοκλήρους.
35 Εἰς τὸν φρόνιμον βασιλέα εἶναι εὐάρεστος ὀ μυαλωμένος ὑπουργὸς καὶ ὑπηρέτης του. Αὐτὸς μὲ τὴν σύνεσιν, εὐφυΐαν καὶ εὐστροφίαν τοῦ προλαμβάνει καὶ διορθώνει σφάλματα βασιλικά, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπέφεραν ὄνειδος καὶ ἀτιμίαν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΕ´ 1 - 4
1 Η ὀργὴ καὶ ἡ παραφορὰ καταστρέφει καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς φρονίμους ἀνθρώπους, ἐνῷ ἀπάντησις ὑποχωρητικὴ καὶ ταπεινὴ ἀναχαιτίζει τὸν θυμόν, διότι ἀφοπλίζει καὶ μαλακώνει τὸν θυμωμένον· λόγος δὲ ἐρεθιστικός, σὰν λάδι ποὺ ρίπτεται στὴ φωτιά, ξεσηκώνει καὶ ἀνάπτει θυμοὺς καὶ ὀργήν.
2 Ἡ γλῶσσα τῶν συνετῶν γνωρίζει καὶ λέγει τὰ καλά, ἐνῷ τὸ στόμα τῶν ἀνοήτων ἐκβάλλει συνεχῶς ἄσχημα λόγια.
3 Εἰς κάθε μέρος τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ παρατηροῦν καὶ ἐποπτεύουν τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς καλοὺς εἰς ὅλας τὰς ἐσωτερικὰς καὶ ἐξωτερικὰς ἐνεργείας των.
4 Ἡ θεραπεία, τὴν ὁποίαν προσφέρει ἡ γλῶσσα μὲ τοὺς γλυκεῖς καὶ παρηγορητικοὺς λόγους της, εἶναι ὅπως τὸ δένδρον, ποὺ μὲ τοὺς καρπούς του χαρίζει ζωήν. Ὅποιος συγκρατεῖ τὴν γλῶσσαν του, θὰ γεμίσῃ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι θὰ ἀποφύγῃ πολλὰς ἁμαρτίας καὶ θὰ οἰκοδομήσῃ τοὺς ἄλλους.