ΗΣΑΪΑΣ Ζ´ 1 - 14
1 Καὶ συνέβη κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Ἀχαζ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωάθαμ, ὅστις ἦτο υἱὸς τοῦ Ὀζίου, βασιλέως τοῦ Ἰούδα, ἀνέβη ὁ Ρασείμ, ὁ βασιλεὺς Ἀράμ, καὶ ὁ Φακεέ, ὁ υἱὸς τοῦ Ρομελίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ καταλάβουν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὴν κυριεύσουν.
2 Καὶ ἀνηγγέλθη εἰς τὸν βασιλικὸν οἶκον τοῦ Δαβὶδ τὸ ἑξῆς: Τὰ ἀραμαϊκὰ στρατεύματα ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἐφραίμ.Καὶ ἐτρόμαξεν ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ ἐταράχθη, ὅπως εἰς δάσος θὰ σαλευθῇ καὶ θὰ σεισθῇ δένδρον ὑπὸ πνοῆς ἰσχυροῦ ἀέρος.
3 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἡσαΐαν: Ἔβγα πρὸς συνάντησιν τοῦ Ἄχαζ σὺ καὶ ὁ υἱός σου Ἰασούβ, ποὺ ἔχει τὸ συμβολικὸν ὄνομα «τὸ κατάλειμμα θὰ ἐπιστρέψῃ» θὰ τὸν συναντήσῃς πλησίον τῆς δεξαμενῆς τοῦ ἐπάνω δρόμου τοῦ ἀγροῦ τοῦ λευκαντοῦ.
4 Καὶ θὰ εἴπῃς εἰς αὐτόν: Φυλάξου καὶ ἡσύχασε καὶ μὴ φοβῆσαι, οὔτε ἡ ψυχή σου νὰ δειλιᾷ ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς βασιλεῖς, ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς δύο ξύλα δαυλιὰ ποὺ καπνίζουν· διότι ὅταν ὁλοκληρωθῇ ἡ ὑπὸ τοῦ θυμοῦ μου ἐπιβληθεῖσα εἰς σᾶς τιμωρία διὰ τῆς ἤττης, ποὺ θὰ ὑποστῆτε, πάλιν θὰ σᾶς θεραπεύσω καὶ θὰ σὲ προστατεύσω κατ’ αὐτῶν.
5 Καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Ἀρὰμ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Ρομελίου, ἐπειδὴ ἀπεφάσισαν ἀπόφασιν κακὴν ἐναντίον σου λέγοντες·
6 θὰ ἀναβῶμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀφοῦ θὰ τὰ εἴπωμεν μαζὶ μὲ αὐτούς, θὰ τοὺς γυρίσωμεν μὲ τὸ μέρος μας καὶ θὰ ἀναδείξωμεν βασιλέα τους τὸν υἱὸν τοῦ Ταβεήλ·
7 δι’ αὐτὸ αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ: Δὲν θὰ σταθῇ τὸ σχέδιον καὶ ἡ ἀπόφασις αὐτή, οὔτε θὰ πραγματοποιηθῇ.
8 Ἀλλὰ τὰ πράγματα θὰ μείνουν, ὅπως ἔχουν σήμερον.Ἡ πρωτεύουσα δηλαδὴ τοῦ Ἀραμαϊκοῦ κράτους θὰ εἶναι ἡ Δαμασκὸς καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Δαμασκοῦ θὰ εἶναι ὁ Ρασείμ.Ἀλλ' ἀκόμη ἑξήκοντα πέντε ἐτῶν χρονικὸν διάστημα θὰ παρέλθῃ καὶ θὰ ἐκλείψῃ ὁ λαὸς ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ τώρα ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ.
9 Καὶ ἡ πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τοῦ Ἐφραὶμ θὰ εἶναι ἡ Σαμάρεια καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Σαμαρείας θὰ εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ Ρομελίου.Καὶ ἐὰν δὲν πιστεύσετε καὶ δὲν ἐμπιστευθῆτε ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸν Κύριον, δὲν θὰ ἐννοήσετε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀσφαλισθῆτε ἀπὸ τοὺς ἐπαπειλοῦντας τὸν βασιλικόν σας οἶκον κινδύνους.
10 Καὶ ὁ Κύριος ἐλάλησε πάλιν πρὸς τὸν Ἄχαζ καὶ εἶπε:
11 Ζήτησε πρὸς πληροφορίαν σου παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου θαῦμά τι, εἴτε εἰς τὸ βάθος τῆς γῆς καὶ ἔτι κατωτέρω, εἴτε εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ.
12 Καὶ εἶπεν ὁ Ἄχαζ: Δὲν θὰ ζητήσω σημεῖον, οὔτε θὰ ὑποβάλω εἰς πειρασμὸν τὸν Κύριον, θέτων ὑπὸ ἀμφισβήτησιν τὴν βεβαίωσίν του.
13 Καὶ εἶπεν ὁ Προφήτης: Ἀκούσατε λοιπὸν σεῖς, οἱ ἀποτελοῦντες τὸν βασιλικὸν οἶκον τοῦ Δαβίδ: Μήπως εἶναι μικρὸν πρᾶγμα να παρέχητε στενοχωρίας καὶ κόπους εἰς ἀνθρώπους ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὸν Θεόν, οἷοι οἱ Προφῆται; Καὶ πῶς λοιπὸν τολμᾶτε διὰ τῆς ἀπιστίας σας νὰ στενοχωρῆτε τὸν Θεόν;
14 Διὰ τοῦτο θὰ δώσῃ μόνος του αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰς σᾶς θαῦμα ὑπερφυσικόν· ἰδοὺ ἡ παρθένος ὑπερφυῶς θὰ συλλάβῃ ἐν γαστρὶ καὶ θὰ γεννήσῃ υἱὸν καὶ θὰ καλέσῃς τὸ ὄνομά του Ἐμμανουήλ, ἤτοι μαζί μας ὁ Θεός.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ε´ 32 - 32
32 Καὶ ὅταν ὁ Νῶε ἔφθασεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν πεντακοσίων ἐτῶν, ἐγέννησε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χὰμ καὶ τὸν Ἰάφεθ.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ϛ´ 1 - 8
1 Καὶ ὅταν ἄρχισαν να πληθύνωνται οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ἐπληθύνθησαν καὶ οἱ θυγατέρες ποὺ ἀπέκτησαν.
2 2 Καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή οἱ ἀπόγονοι τῆς εὐσεβοῦς γενεᾶς τοῦ Σὴθ ἀπὸ τὸν Ἐνώς, ὅταν εἶδαν ὅτι οἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ ὅσες κατήγοντο ἀπὸ τὴν διεφθαρμένην γενεὰν τοῦ Κάϊν, ἦσαν ὡραῖες, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὸ κάλλος των καὶ ἐνυμφεύθησαν ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες τὶς γυναῖκες, ὅσες ἐδιάλεξαν διὰ τὴν ὀμορφιάν των.
3 3 Καὶ ἐπειδὴ οἱ εὐσεβεῖς ἀπόγονοι τοῦ Σὴθ καὶ τοῦ Ἐνὼς παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἄτακτον ἐπιθυμίαν καὶ ἐδελεάσθησαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος τῶν γυναικῶν τῆς ἁμαρτωλῆς γενεᾶς τοῦ Κάϊν, ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶπεν· «δὲν θὰ παραμείνῃ πλέον εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀγαθὴ προνοητικὴ δύναμίς μου, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ τὰ πάθη, ἔγιναν δοῦλοι τῆς σαρκὸς καὶ κατασπαταλοῦν τὴν ζωήν των ὡσὰν νὰ εἶναι πλασμένοι μόνον ἀπὸ σάρκα καὶ ὡσὰν να μὴ ἔχουν ψυχήν. Ἐλπίδα διὰ να διορθωθοῦν δεν ὑπάρχει πλέον. Ἀλλὰ δὲν τοὺς τιμωρῶ ἀμέσως, διότι θέλω νὰ σωθοῦν καὶ αὐτοί· ὁρίζω ὅμως ὡς ἡλικίαν τῶν ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια ζωῆς».
4 4 Τὶς ἡμέρες δὲ ἐκεῖνες ἐζοῦσαν εἰς τὴν γῆν οἱ γίγαντες, ἄνθρωποι μὲ μεγάλο ἀνάστημα καὶ τεραστίαν δύναμιν. Ἐπειδὴ ὅμως οὔτε ὁ φόβος τῆς ποινῆς οὔτε ὁ χρόνος τῆς θείας μακροθυμίας ἀπεμάκρυναν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σὴθ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τοῦτο καὶ ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ, μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν, συνευρίσκοντο μὲ τὶς θυγατέρες τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάϊν καὶ ἀποκτοΰσαν παιδιά. Τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ἦσαν οἱ παλαιοὶ γίγαντες, οἱ ἰσχυροὶ κατὰ τὸ σῶμα, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί.
5 Καὶ ὁ Θεὸς ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐπέμεναν εἰς τὰ ἴδια καὶ χειρότερα ἁμαρτήματα καὶ ὅτι αὐξήθηκαν οἱ κακίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν γήν· ὅταν ὡς καρδιογνώστης εἶδεν αὐτό, ποὺ δεν βλέπουν τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὅτι δηλαδὴ ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς των μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον μελετοῦν τὸ κακὸν καθ' ὅλες τὶς ἡμέρες καὶ σπαταλοΰν συνεχῶς τὴν ζωήν των εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
6 ἐσκέφθη ὁ Θεός, ὅτι ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν ἐπροίκισε μὲ τόσα θεία καὶ ἔξοχα χαρίσματα. Καὶ ὁ Θεὸς ἐλυπήθη μέχρι βάθους καρδίας διὰ τὴν ἀποστασίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπεφάσισε
7 καὶ εἶπε: «Θὰ ξεπαστρέψω ὁλοσχερῶς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησα· μαζὶ μὲ αὐτὸν θὰ ἑξαφανίσω καὶ κάθε ἄλλο ζωντανὸν δημιούργημα, διότι δὲν θὰ ἔχῃ πλέον λόγον ὑπάρξεως, ἐφ’ ὅσον δεν θὰ ὑπάρχῃ ὁ ἄνθρωπος. Θὰ ἑξαφανίσω ὅλα, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἕως τὰ κτήνη, ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ ἕως τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, διότι μετενόησα, ποὺ τοὺς ἐδημιούργησα».
8 Ὁ Νῶε ὅμως διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς του ἀποτελοῦσε ἐξαίρεσιν καὶ διὰ τοῦτο εἶχε τὴν χάριν, τὴν εὔνοιαν καὶ προστασίαν τοῦ Θεοῦ.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ϛ´ 8 - 35
8 ἐν τούτοις ἑτοιμάζει καὶ συγκεντρώνει κατὰ τὸ θέρος τὴν τροφὴν ὅλου τοῦ ἔτους καὶ κάμνει πολλὴν προμήθειαν καὶ μεγάλην ἀποθήκευσιν κατὰ τὸν θερισμόν, τοποθετῶν καταλλήλως τὰς ἀπαραιτήτους δι’ ὅλον τὸ ἔτος τροφάς του.
8α Ἢ πήγαινε νὰ παρακολουθήσῃς τὴν μέλισσαν καὶ νὰ μάθῃς πόσον ἐργατικὴ εἶναι καὶ μὲ πόσην προσοχήν, ἐπιμέλειαν καὶ τάξιν ἐκτελεῖ τὴν ἐργασίαν της.
8β Αὐτῆς τῆς μελίσσης τοὺς κόπους, δηλαδὴ τὸ μέλι, τρώγουν ὡς τροφὴν καὶ φάρμακον βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται, διότι τὸ μέλι ἐξυπηρετεῖ τὴν ὑγείαν εἶναι δὲ ἡ μέλισσα ἀξιαγάπητος καὶ δοξασμένη εἰς ὅλους.
8γ Διότι, ἂν καὶ εἶναι ἀδύνατη σωματικῶς, ἐν τούτοις ἐτιμήθη καὶ ὑψώθη, διότι ἐπροτίμησε τὸν κόπον τῆς ἐργασίας, τὴν ὁποίαν ἐργάζεται μὲ τόσην τέχνην καὶ σοφίαν.
9 Ἕως πότε, ὀκνηρέ, θὰ κάθεσαι ξαπλωμένος; Πότε θὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸν ὕπνον;
10 Ὀλίγην μὲν ὥραν κοιμᾶσαι, ὀλίγον δὲ κάθεσαι, ὀλίγον δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἀγκαλιάζεις τὰ στήθη σου μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια σου.
11 Κατόπιν αὐτῶν θὰ σὲ καταφθάσῃ ὡσὰν κακὸς συνοδοιπόρος ἡ φτώχεια, καὶ ἡ ἀνέχεια ὡσὰν γρήγορος δρομεὺς θὰ σὲ προφθάσῃ διὰ νὰ δυστυχήσῃς.
11α Ἐὰν ὅμως δὲν εἶσαι ὀκνηρός, ἀλλ’ ἐργατικός, θὰ ἔλθῃ ὡσὰν πηγὴ πλούτου ὁ θερισμὸς καὶ ὁ ἁλωνισμός, ἡ δὲ δυστυχία καὶ ἡ φτώχεια σὰν ἀπαράδεκτος ἐπισκέπτης θὰ φύγῃ μόνη της ἀπὸ κοντά σου.
12 Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀνόητος καὶ παραβάτης τοῦ θείου νόμου δὲν βαδίζει εἰς καλοὺς καὶ εὐθεῖς δρόμους, οὔτε πολιτεύεται καλῶς.
13 Ὁ τοιοῦτος κάμνει νεύματα καὶ νοήματα μὲ τὰ μάτια, κάμνει σημάδια μὲ τὸ πόδι, διδάσκει μὲ κινήματα τῶν δακτύλων καὶ δι’ ὅλων γενικῶς τῶν κινήσεών του συνεννοεῖται μὲ τοὺς κακοὺς συντρόφους του διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν.
14 Φύσις διεστραμμένη ἀπὸ τὸ κακὸν σκευωρεῖ καὶ σχεδιάζει διαρκῶς κακά, καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δημιουργεῖ ταραχὰς εἰς τὴν πόλιν.
15 Δι’ αὐτὸ ἔρχεται ξαφνικὰ ἡ καταστροφή του. Αἱ σωματικαί του δυνάμεις πίπτουν ἀπότομα καὶ παραλύει ἀπὸ ἀσθένειαν, ἡ δὲ συντριβή του εἶναι ἀνεπανόρθωτος.
16 Διότι ὁ κακὸς αὐτὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν εἰς ὅλα, ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται ὅμως, διότι ἔχει ἁμαρτωλὴν καὶ ἀκάθαρτον ψυχήν.
17 Εἶναι βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ἔχει μάτι ὑπερηφάνου καὶ χλευαστοῦ, γλῶσσαν ποὺ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους μὲ λόγους, χέρια ἐγκληματικὰ ποὺ χύνουν τὸ αἷμα τοῦ δικαίου,
18 νοῦν, ὁ ὁποῖος γεννᾷ πάντοτε κακοὺς λογισμοὺς καὶ σχεδιάζει τὸ πονηρόν, καὶ πόδια ποὺ τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν.
19 Χαλκεύει καὶ ἐπινοεῖ καυτερὰ ψεύδη ὡς ψευδομάρτυς εἰς τὰ δικαστήρια καὶ δημιουργεῖ φιλονικίας μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σπειρῶν μεταξύ των τὴν διχόνοιαν.
20 Παιδί μου, φύλαττε καλὰ σὰν νόμους, ὅσα σὲ συμβουλεύει ὁ πατέρας σου, καὶ μὴ περιφρονήσῃς ποτὲ τὰς συμβουλὰς καὶ ἐντολὰς τῆς μητέρας σου.
21 Τοὺς νόμους αὐτοὺς χάραξέ τους βαθιὰ καὶ κόλλησέ τους εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ ἔχε τους πάντοτε κατὰ νοῦν, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς λησμονῇς, καὶ βάλε τους γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου σὰν ἱερὸν περιλαίμιον καὶ σωτήριον κρίκον.
22 Καὶ ὅταν θὰ βαδίζῃς, φέρε μαζί σου τὴν ἐντολήν μου καὶ αὐτὴ ἂς σὲ συντροφεύῃ διαρκῶς. Καὶ ὅταν θὰ κοιμᾶσαι, αὐτὴ ἂς παραμένῃ φρουρὸς καὶ φύλακάς σου, ὥστε, ὅταν θὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνον, αὐτὴ ἂς συνομιλῇ μαζί σου καὶ αὐτὴ ἂς σὲ καθοδηγῇ.
23 Διότι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ θείου νόμου εἶναι λύχνος καὶ φῶς, ποὺ φωτίζουν. Εἶναι δρόμος ἀσφαλής, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐτυχισμένην καὶ εἰρηνικὴν ζωήν. Εἶναι ἀκόμη καὶ ἔλεγχος, ὅταν παρεκτρέπεσαι. Αὐτὴ δὲ παιδαγωγεῖ καὶ μορφώνει τὸν χαρακτῆρα σου.
24 Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ χρυσοῦς χαλινός, διὰ νὰ σὲ προφυλάττῃ ἀπὸ γυναῖκα ὑπανδρευμένην καὶ φαύλην καὶ ἀπὸ διαβολὰς καὶ συκοφαντίας τῆς κακῆς γλώσσης.
25 Πρόσεξε νὰ μὴ σὲ νικήσῃ ἡ ἐπιθυμία τοῦ γυναικείου κάλλους, οὔτε νὰ πιασθῇς αἰχμάλωτος ἀπὸ τὰ μάτια σου, οὔτε νὰ ἐντυπωσιασθῇς καὶ συναρπασθῇς ἀπὸ τὰ βαμμένα καὶ φτιασιδωμένα βλέφαρά της.
26 Διότι ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξία τῆς πόρνης γυναικὸς εἶναι εὐτελεστάτη, τόσον μικρά, ὅσον καὶ ἡ ἀξία ἑνὸς ψωμιοῦ. Ἡ ὕπανδρος ὅμως γυναῖκα, ἡ ὁποία προδίδει τὴν συζυγικὴν πίστιν, πιάνει εἰς τὰ δίκτυά της ἐντίμους ψυχὰς ἀνδρῶν καὶ κυριολεκτικῶς τὰς ἀπογυμνώνει.
27 Εἶναι ἀναπόφευκτοι οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὰς φαύλας αὐτὰς γυναῖκας· διότι εἶναο ποτὲ δυνατὸν νὰ σφίξῃ κανεὶς τὴν φωτιὰ εἰς τὴν ἀγκάλην του καὶ νὰ μὴ κάψη τὰ ροῦχα του;
28 Ἢ νὰ περιπατήσῃ κανεὶς ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ μὴ καύσῃ τὰ πόδια του;
29 Τὰ ἴδια θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐνόχους σχέσεις μὲ ὑπανδρευμένην γυναῖκα· δὲν θὰ θεωρηθῇ ποτε ἀθῶος, οὔτε θὰ μείνῃ ἀμόλυντος καὶ ἀνένοχος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔστω καὶ ἁπλῶς θὰ ἀκουμβήσῃ ἐπάνω της.
30 Δὲν εἶναι παράδοξον, ἐὰν κανεὶς συλληφθῇ νὰ κλέπτῃ, διότι εἰς τὴν κλοπὴν τὸν σπρώχνει ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ ἀνέχεια· κλέπτει διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν πεῖναν του.
31 Ἐὰν δὲ καὶ συλληφθῇ, θὰ πληρώσῃ διὰ τὴν κλοπήν του κατ’ ἀνώτατον ὅριον τὸ ἑπταπλάσιον, ἀφοῦ δὲ πωλήσῃ ὅλα, ὅσα ἔχει, καὶ τὰ δώσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν, θὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὰς συνεπείας καὶ τὰς ποινὰς τῆς πράξεώς του.
32 Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιον μὲ τὸν μοιχόν. Αὐτὸς ἑτοιμάζει καταστροφὴν καὶ ἀπώλειαν εἰς τὴν ψυχήν του ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης του,
33 καὶ ὑποφέρει πόνους, ἐξευτελισμοὺς καὶ ἀτιμώσεις, καὶ τὸ αἶσχος καὶ ἡ ἐντροπή του δὲν θὰ ἐξαλειφθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα.
34 Διότι ἡ ὀξεῖα ὀργὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτοῦ τρομερὰ ἀγανάκτησις τοῦ συζύγου τῆς μοιχαλίδος εἶναι γεμάτη ἀπὸ ζηλοτυπίαν. Ὁ προσβληθεὶς σύζυγος δὲν πρόκειται νὰ δείξῃ καμμίαν συμπάθειαν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δίκης των εἰς τὸ δικαστήριον.
35 Δὲν πρόκειται μὲ κανένα λύτρον νὰ ἀνταλλάξῃ τὸ κατ’ αὐτοῦ μῖσος, οὔτε νὰ διαλύσῃ τὴν ἔχθραν, ἔστω καὶ ἂν τοῦ προσφερθοῦν ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ πολλὰ δῶρα.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ζ´ 1 - 1
1 Παιδί μου, φύλαττε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ἀκρίβειαν τὰ λόγια μου καὶ κρύψε εἰς τὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου τὰς ἐντολάς μου. Παιδί μου, νὰ σέβεσαι τὸν Θεὸν καὶ θὰ ἐνισχύεσαι καὶ θὰ ἐνδυναμώνεσαι ἀπὸ αὐτόν. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν μὴ φοβῆσαι κανένα ἄλλον.