(ευ + γένος) = ο έχων καλή καταγωγή και αισθήματα.
(από τη λατινική λέξη acula = μικρή βελόνα) = ο οξύς και χρήσιμος όπως η βελόνη. Κατά μια άλλη εκδοχή προέρχεται από τη λατινική λέξη Αquilla που σημαίνει αετός.
Τὸν Εὐγένιον, καὶ συνάθλους τρεῖς ἅμα,Δι’ εὐγένειαν ψυχικὴν κτείνει ξίφος.
Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.), οι Άγιοι Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας, προσπάθησαν να προφυλαχθούν στα όρη. Συνελήφθησαν όμως και διατάχθηκαν ν' αρνηθούν το Χριστό. Εκείνοι απάντησαν γενναία, ότι δεν Τον αρνούνται, και τότε τους εξόρισαν στο φρούριο της Πιτυούντος των Λάζων. Η φυλακή δεν μπόρεσε να δαμάσει το φρόνημα τους. Τους έφεραν λοιπόν και πάλι στην Τραπεζούντα, όπου με υποσχέσεις και απειλές, προσπάθησαν να τους σύρουν στην ειδωλολατρεία. Η αποτυχία, όμως, εξόργισε τον έπαρχο Λυσία και διέταξε να τους βασανίσουν σκληρά. Πρώτα τους γύμνωσαν, και άνδρες δυνατοί με μαστίγια από νεύρα βοδιών, καταξέσχισαν τις σάρκες τους. Έπειτα έμπηξαν σιδερένια νύχια στα σώματα τους και άνοιξαν βαθειές πληγές στα πλευρά τους. Κατόπιν με αναμμένες λαμπάδες, έκαψαν τις ματωμένες πληγές τους. Τελικά θανατώθηκαν (292 μ.Χ.) με αποκεφαλισμό, αφού έμειναν άσειστοι και νικηφόροι στην πίστη τους. (Στο τυπικό της Μονής Καρακάλου, αριθ. 25 φ. 123 σημειώνεται: «τη 24η Ιουνίου τελείται και η γέννησις του Αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρας Ευγενίου»).