ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΠΕΣ ΡΩΜΗΣ
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Προλεγόμενα
«Οἱ Ἕλληνες ὑπῆρξαν καί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι Παπόφιλοι, ἀλλ’ ὄχι Παπόδουλοι. Παπόφιλοι γιατί στή Ρώμη ὑπῆρξε βαθειά ριζωμένος ὁ Ἑλληνικός πολιτισμός καί γιατί ὑπῆρξαν αὐτοί πού ἵδρυσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί γιατί πολλοί Ἕλληνες διετέλεσαν Πάπες».
Μητροπ. Πισιδίας Μεθόδιος
Ἡ ἑλληνικότητα τῆς πρώϊμης Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας
Οἱ προηγούμενες χαρακτηριστικές ἐπισημάνσεις τοῦ συμπατριώτου (Κορινθιακῆς καταγωγῆς) λογίου Μητροπ. Πισιδίας καί πρ. Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καί Μεγ. Βρεττανίας Μεθοδίου (Φούγια, ἤδη μακαριστοῦ), δικαιολογοῦν ἄριστα τό ἐνδιαφέρον πού ὑπάρχει στόν Ἑλληνορθόδοξο χῶρο γιά τό πρῶτο Πατριαρχεῖο τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τήν ἕδρα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης. Πράγματι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες εἴμεθα Παπόφιλοι μέ τήν σωστή ἔννοια τοῦ ὅρου (ὅπως ἀναλύεται προηγουμένως), ὁ ὁποῖος βέβαια δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν ὅρο «ἑνωτικός» καί «Λατινόφρων» τῆς μετά τίς Συνόδους τῆς Λυών καί τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας περιόδου, ἀλλά οὔτε καί μέ τήν οἰκουμενιστική ἑρμηνεία τοῦ παρελθόντος 20οῦ καί τοῦ τρέχοντος 21ου αἰ.
Εἷναι χαρακτηριστική ἡ ἀναφορά 17 Παπῶν στό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο (ἀριστερά ἡ εἰκόνα τους). Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τούς Ἁγίους Πάπες Σίλβεστρο (4ος αἰ. 2α Ἰανουαρίου), Ἱππόλυτο Ἱερομάρτυρα (3ος αἰ. 30η Ἰανουαρίου), Λέοντα (440 – 471, 18η Φεβρουαρίου), Ἀγάθωνα (678 – 682, 20η Φεβρουαρίου), Τελεσφόρο (125 – 136, 22α Φεβρουαρίου), Γρηγόριο τόν Διάλογο (12η Μαρτίου), Ἀλέξανδρο Α’ (105 – 115, 16η Μαρτίου), Κελεστῖνο (5ος αἰ., 8η Ἀπριλίου), Μαρτῖνο Α’ τόν Ἱερομάρτυρα (649 – 655, 13η Ἀπριλίου καί 2οη Σεπτεμβρίου), Ἀγαπητό Α’ (535 – 536, 17η Ἀπριλίου), Θεόδωρο Α’ Ἱερομάρτυρα (18η Μαϊου) καί Κλήμεντα Ἱερομάρτυρα (1ος αἰ., 24η Νοεμβρίου). Ἡ ἕδρα τῆς Ρώμης ἦταν ἐξ’ ἀρχῆς Ἑλληνική. Γιά τόν Ἑλληνισμό χάθηκε πρός τό τέλος τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ. καί στή συνέχεια, σταδιακά καί μέχρι τό Σχίσμα τοῦ 1054, χάθηκε καί γιά τήν Ὀρθοδοξία.
Τό κείμενο αὐτό ἔχει σκοπό νά ὑπενθυμίσει αὐτή τήν πραγματικότητα κυρίως πρός τήν Ὀρθόδοξη πλευρά, διότι πρακτικά δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά φτάσει στήν ἄλλη, τήν Παπική. Διότι, ὅπως καί πάλι χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Μητροπ. Μεθόδιος, «ἀπό τότε πού σταμάτησαν νά ὁμιλοῦν Ἕλληνες καί Λατίνοι τήν ἴδια γλῶσσα καί ἀπό τότε πού ἔφυγαν οἱ μεγάλες προσωπηκότητες τῆς Ἐκκλησίας, ἔπαυσε νά κυριαρχεῖ τό ἀποστολικό καί συνεκτικό πνεῦμα» (Μητροπ. Πισιδίας Μεθοδίου, «Ἕλληνες καί Λατίνοι», 1994, σελ. 33).
Διακεκριμένος Δυτικός θεολόγος, ὁ Ρωμαιοκαθολικός Ἐπίσκοπος Ντάραμ J. B. Lightfoot ὁμολογεῖ, ὅτι «ἡ ἑλληνική καταγωγή τῆς Ρωαμαϊκῆς Ἐκκλησίας εἶναι τώρα ἀποδεκτή ἀπό τούς καλύτερους συγγραφεῖς (ἀφοῦ) οἱ πρῶτοι Ἐπίσκοποί Της γιά ἀρκετές γεννεές μέ πολύ λίγες ἐξαιρέσεις ἔφαραν ἑλληνικά ὀνόματα καί ὅλη ἡ γραμματεία Της γιά δύο σχεδόν αἰῶνες ἦταν ἑλληνική» (J. B. Lightfoot, “St. Paul’s Epistole to the Philippians”, σελ. 18 – 19).
Τήν πραγματικότητα αὐτή πιστοποιοῦν δύο κυρίως σημαντικοί παράγοντες: Ἡ σύνθεση τοῦ Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ρώμης καί ἡ γλῶσσα ἐπικοινωνίας τῶν πιστῶν, τόσο μεταξύ τους, ὅσο καί στίς σχέσεις τους μέ τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες.
Σχετικά μέ τό πρῶτο ὁ Παν. Τρεμπέλας δέχεται μέν, ὅτι στό ποίμνιο τῆς πρώϊμης Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνονταν καί Ἰουδαίοι, τονίζει ὅμως ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν πιστῶν ἦσαν «Χριστιανοί ἐξ ἐθνῶν», Ἕλληνες - δηλαδή - ἀπό τήν μητροπολιτική Ἑλλάδα καί τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή (Αἴγυπτο, Συρία καί Μ. Ἀσία). (Βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, «Ὑπόμνημα εἰς τάς Ἐπιστολάς τοῦ Παύλου», 1937, σελ. 10).
Ἡ σύνθεση αὐτή τοῦ Χριστιανικοῦ ποιμνίου, ἀλλά καί τοῦ πληθυσμοῦ γενικώτερα, ἔδωσε στή Ρώμη πρός τό τέλος τοῦ 1ου μ. Χ. αἰ. τόν χαρακτηρισμό τῆς «Ἑλληνικῆς πόλεως», ἀφοῦ ἐκτός ἀπό τούς βαρβαρικῆς καταγωγῆς δούλους, οἱ Ἕλληνες καί οἱ ἑλληνόφωνοι τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί ἀνώτερη τάξη τῆς Ρωμαϊκῆς κοινωνίας, μιλοῦσαν Ἑλληνικά, γλῶσσα πού δίδασκαν Ἕλληνες παιδαγωγοί στά παιδιά τῶν μεγάλων Ρωμαϊκῶν οἰκογενειῶν.
«Μολονότι στή Ρώμη ὑπῆρχαν μετανάστες ἀπό ὅλο τόν κόσμο καί ὄχι μόνον ἀπό ἑλληνόφωνες περιοχές τῆς Ἀνατολῆς – γράφει ὁ Μητροπ. Μεθόδιος - ἡ ὁμιλούμενη γλῶσσα ἦταν ἡ Ἑλληνική, ὄχι μόνον γιά τούς διανοουμένους, ἀλλά καί γιά τό ἐμπόριο καί γιά τήν κοινωνική ζωή. Σέ τέτοιο σημεῖο ἡ Ἑλληνική γλῶσσα ἦταν ἀναγκαῖα, ὥστε ὁ Τερτυλλιανός, ὁ πρῶτος Λατῖνος συγγραφέας, ἔγραψε ἔργα στά Ἑλληνικά» (Μητροπ. Μεθοδίου αὐτ. σελ. 71).
Ἔτσι, ὁ μέν Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε στά Ἑλληνικά τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του (χωρίς νά χρειαστεῖ νά μεταφραστεῖ στά Λατινικά), ἡ δέ ὅλη φιλολογία πού διασώθηκε, τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. (βασιλεία Μάρκου Αὐρηλίου, 161 – 180), εἶναι γραμμένη στά Ἑλληνικά. Μνημονεύουμε ἐδῶ τά ἔργα τοῦ Πάπα Κλήμεντος (Ἐπιστολή πρός Κορινθίους), τοῦ Ἑρμᾶ (Ὁ Ποιμήν), τοῦ Πάπα Σωτῆρος (Ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου) καί τό λεγόμενο Ἀποστολικό Σύμβολο. Ἀκόμη καί γνωστοί αἱρετικοί συγγραφεῖς ἔγραψαν στά Ἑλληνικά καί στά Ἑλληνικά ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπό τόν Ὁμολογητή Ἰουστῖνο (+ 165), τόν ἅγ. Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λυών καί ἄλλους Ὁμολογητές.
Τήν ἐπικράτηση τῆς Λατινικῆς γλῶσσας σέ βάρος τῆς Ἑλληνικῆς ὁ B. Scott Eaton τοποθετεῖ στά μέσα τοῦ 3ου αἰ. «Ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία - γράφει – περί τά μέσα τοῦ 3ου αἰ. ἐγκατέλειψε τήν Ἑλληνική ὡς τήν ἐπίσημη γλῶσσα της καί ἔγινε πλήρως Λατινίζουσα. Καί ὅ,τι εἶναι ἀληθές γιά τήν Ρώμη, εἶναι ἀληθές καί γιά τήν Δύση γενικά» (B. S. Eaton, “The Apostolic tradition of Hippolytus”, 1934, σελ. 26).
Ὁ A. Harmack τοποθετεί τήν μετεξέλιξη αὐτή κατά τόν 4ο αἰ. (A. Harmack, “The mission and expansion of Christianity in the first three centuries”, 1962, σελ. 19, σημείωσις 1η), ἐνῶ ὁ L. W. Barnard τήν τοποθετεῖ στά τέλη τοῦ 2ου αἰ. «Μέχρι τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. – γράφει - ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία ἦταν κυρίως Ἑλληνόφωνη καί στή σύνθεσή Της Ἀνατολική. Τά ὀνόματα τῶν Ἐπισκόπων ἦταν Ἑλληνικά ἤ Ἀνατολικά. Οἱ ἐπιγραφές ἐπί τῶν Παπικῶν τάφων ἦταν κυρίως στήν Ἑλληνική ὡς τό τέλος τοῦ 3ου αἰ., ἐνῶ ἡ χρῆσις τῆς Ἑλληνικῆς στή Λειτουργία συνεχίσθηκε ἀκόμη πιό πέρα» (L. W. Barnard, “Studies in Church History and Patristics”, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 26, 1978, σελ. 176). Πράγματι, στίς Δυτικές Λειτουργίες ὑπάρχουν ἀκόμη Ἑλληνόφωνες ἐκφωνήσεις πού ἀνάγονται στήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως τό Τρισάγιο καί τό "Κύριε Ἐλέησον".
Τέλος, ὁ K. M. Setton, Καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον, δέχεται, ὅτι «ἡ Ρώμη ὑπῆρξε Ἑλληνική ἀπό τήν ἵδρυσή της ὡς τίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰ. (K. M. Setton, «Τό Βυζαντινό ὑπόβαθρο τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγεννήσεως», 1989, σελ. 16).
Ὁ Ἑλληνικός χαρακτῆρας ὄχι μόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀλλά καί τῆς Δύσεως γενικώτερα, ἦταν τέτοιος ὥστε ὅταν ὁ ἅγ. Κυπριανός ἐπ. Καρχηδόνος ἔγραψε στά Λατινικά πρός τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Ἱστορικός Εὐσέβειος θεώρησε τό γεγονός αὐτό σάν κάτι τό ἐξαιρετικό, ἀφοῦ τήν ἴδια χρονική περίοδο ὁ Πάπας Κορνήλιος (251 – 253), ἔγραφε στόν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Φάβιο (252 – 255) στά Ἑλληνικά (Εὐσεβίου, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», 6, 43, 10 – 20, ΒΕΠΕΣ, τ. 19, σελ. 379).
Οἱ Ἕλληνες Πάπες.
Ὁ Νικηφόρος Βιδάλης, Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, σέ σύνολο 264 Παπῶν (ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο μέχρι τόν Ἰωάννη Παῦλο Β’), ἀριθμεῖ 12 Ἕλληνες Πάπες, τούς ἐξῆς (ἀπό τούς ὁποίους οἱ 9 τιμῶνται ὡς Ἅγιοι):
Εὐάρεστος ὁ Ἱεροσολυμίτης (97 - + 105), Ἱερομάρτυρας.
Τελεσφόρος ὁ Ταραντινός (125 - + 136), Ἱερομάρτυρας.
Ὑγῖνος ὁ Ἀθηναῖος (136 - + 140), Ἱερομάρτυρας.
Ἐλευθέριος (175 – 189), Ἱερομάρτυρας.
Ἀντέρως (235 - + 236), Ἱερομάρτυρας.
Σίξτος Β’ ὁ Φιλόσοφος (257 - + 258), Ἱερομάρτυρας.
Εὐσέβιος (309 – 310), Ἅγιος.
Ζώσιμος ὁ Καππαδόκης (417 - + 418), Ἅγιος.
Θεόδωρος Α’ ὁ Ἱεροσολυμίτης (642 - + 649).
Ἰωάννης ΣΤ’ (701 - + 705).
Ἰωάννης Ζ’ ὁ Καλαβρός (705 - + 707).
Ζαχαρίας ὁ Καλαβρός (741 - + 752), Ἅγιος.
Ἔτσι οἱ Ἕλληνες Πάπες κατέχουν τήν τέταρτη θέση στήν κατά ἐθνικότητα σειρά τῶν Παπῶν (11 Ρωμαῖοι, 93 Ἰταλοί, 14 Γάλλοι, 12 Ἕλληνες, 8 Γερμανοί).
Ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης θεωρεῖ Ἕλληνα καί τόν Πάπα ἅγ. Κλήμη Α’. «Ὁ Κλήμης οὗτος - γράφει - ἄν εἶναι Ρωμαῖος πάντῃ ἔστιν ἀμφίβολον (καθ’ ὅτι ὁ νεώτερος Καβαῖος μαρτυρεῖ, ὅτι λέγεται πῶς οὗτος εἶναι Ρωμαῖος ἐν τῶ περί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πονήματι), διότι τό ὄνομα αὐτοῦ ἑλληνικόν μᾶλλον ἤ λατινικόν, καθότι «κλῆμα» εἶναι λέξις ἑλληνική, ἐκ τοῦ «κλῆμα» δέ παράγεται τό «Κλήμης», διό καί Ἕλληνες τοῦτο ἔσχον τό ὄνομα. Ἐάν δέ ἦτο Ρωμαῖος ὁ Κλήμης, διατί οὐ Ρωμαϊστί ἀλλά Ἑλληνιστί συνέγραψεν;» («Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. 11, σελ. 598).
Ἀκόμη, εἶναι πολύ πιθανόν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς νά ἦταν καί ὁ Πάπας Διονύσιος Α' (259 - + 268), καταγόμενος πιθανῶς ἀπό τήν Μεγάλη Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε τόν Πάπα Σίξτο Β'.
Βιβλιογραφία:
Στή σύνταξη τοῦ καταλόγου καί τῶν σημειωμάτων λάβαμε ὑπ’ οψη τήν ἀκόλουθη βιβλιογραφία:
Ul. Chevalier, “Repertoire des sources historiques du Moyen Age”, 1907.
Card. Baudrillart, “Dictionnaire D’ Historie et de Geographie Ecclesiastiques”, 1922.
L. Menzies, “The Saints of Italy”, 1924.
F. G. Holweck, “A Biographical Dictionary of the Saints”, 1924.
D. J. Baudot, “Dictionnaire D’ Hagiographie…”, 1925.
“Dictionaire De Theologie Catholique”, 1939.
D. Attwater, “A Dictionary of the Saints”, 1938.
Βενεδικτίνων Μοναχῶν Ἀββαείου ἁγ. Αὐγουστίνου Ramsgate Βρεττανίας, “The Book of the Saints”, 1948.
L. Duchesne, “Liber Pontificalis”, 1956.
Νικηφόρου Βιδάλη, «Ἡ πορεία 20 αἰώνων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ - Ἱστορία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», 1987.
Τοῦ ἰδίου, «Οἱ Ρωμαῖοι Ποντίφικες καί τό ἔργο τους», 1994.
“Annuario Pontifico”, 1989.
«Ἠθική καί Θρησκευτική Ἐγκυκλοπαίδεια».
Βίκτωρος Ματθαίου, «Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ἑλλήνων Παπῶν Βιογραφικά Σημειώματα
Ἱερομάρτυρας Εὐάρεστος ὁ Ἱεροσολυμίτης (97 ἤ 99 - + 105 ἤ 108)
Ἦταν ὁ 5ος κατά σειρά Πάπας Ρώμης, διαδέχθηκε τόν Πάπα Κλήμη Α’.
Γιά τήν καταγωγή του καί τήν ζωή του γενικά, διασώθηκαν ἀποσπασματικές πληροφορίες. Εἶναι γνωστό, ὅτι ἦταν Ἕλληνας στήν καταγωγή, γιός Ἕλληνα πού εἶχε ἀσπασθεῖ τόν Ἰουδαϊσμό καί ὀνομάζοταν Ἰοῦδας καί ὅ,τι γεννήθηκε στή Βηλθεέμ. Κατά τό Ποντιφικό Ἡμερολόγιο ἀρχιεράτευσε ἀπό τό 97 μέχρι τό 105 - ἐπί αὐτοκρατορίας Νέρβα (96 – 98) καί Τραϊανοῦ (98 – 117) ἤ ἀπό τό 99 μέχρι τό 108.
Κατά τήν ἐποχή τῆς ἀρχιερατείας του κοιμήθηκε ὁ ἅγ. Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (100 – 105) καί τελείωσε ἡ λεγόμενη Ἀποστολική Περίοδος.
Κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο ἐπί τοῦ ἡμερῶν τοῦ ἁγ. Εὐαρέστου οἱ Χριστιανοί τῆς Ρώμης ἦσαν ὑποδείγματα ἁγιότητος βίου, ἁγνότητος, ἀδελφικῆς ἀγάπης καί χριστιανικῶν ἠθῶν γενικά.
Γιά τήν καλύτερη ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του ὁ Πάπας Εὐάρεστος ἵδρυσε τίς ἑπτά πρῶτες ἐκκλησιαστικές διακονίες καί χώρισε τήν Ρώμη σέ ἐνορίες. Ἀκόμη, συνέστησε τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα (Tituli - Τίτλους) καί μέ τούς τιτλούχους Κληρικούς συγκρότησε τό Συμβούλιο τοῦ Πάπα, τό ὁποῖο τόν ὑποβοηθοῦσε στή διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας.
Κατά τόν ἅγ. Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λουγδούνου χειροτόνησε 15 Ἐπισκόπους, 17 Ἱερεῖς καί 7 Διακόνους. Μάλιστα οἱ τελευταῖοι ἐκτός τῶν ἄλλων καθηκόντων τους, ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά κρατοῦν σημειώσεις ἀπό τά κηρύγματα τῶν Ἐπισκόπων, ὥστε νά καταγράφεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγ. Εὐάρεστος, «εὐάρεστος γενόμενος τῶ Θεῶ», τελειώθηκε μαρτυρικά περί τό ἔτος 105 ἤ 109, κατά τόν διωγμό τοῦ Τραϊανοῦ. Χαρακτηρίσθηκε σοφός καί ζηλωτής καί ἀγνωνίσθηκε τόσο κατά τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας (διωγμῶν τῶν Ρωμαίων) ὅσο καί ἐσωτερικῶν (αἱρέσεων, σχισμάτων, ἀταξίας, κ.λ.π.). Τόν διαδέχθηκε ὁ Πάπας Ἀλέξανδρος Α᾿.
Κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ὀκτωβρίου.
Ἱερομάρτυρας Τελεσφόρος ὁ Ταραντινός (117 – + 136)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στόν Τάραντα τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος (νότια Ἰταλία) καί ἀρχικά διῆγε ἀναχωρητικό βίο στίς ἐρημικές περιοχές τῆς πατρίδας του (γιά τόν λόγο αὐτό τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπό τό Ρωμαιοκαθολικό Μοναστικό Τάγμα τῶν Καρμηλιτῶν). Ἀπό τήν πατρίδα του ἦρθε στή Ρώμη στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰ. γιά νά κηρύξει τόν Χριστιανισμό. Δέν εἶναι γνωστό κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες ἀναδείχθηκε Πάπας τό 117, ἀρχιεράτευσε πάντως κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀδριανοῦ (117 – 138), διαδεχόμενος τόν Σίξτο Α’.
Ὡς Πάπας καθόρισε διατάξεις πού ἀφοροῦν τήν νηστεία τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς καί ὅρισε νά ψάλλεται ἡ Μεγάλη Δοξολογία κατά τήν Θεία Λειτουργία, στήν ὁποία πρόσθεσε περισσότερες συναπτές δεήσεις. Ἀγωνίσθηκε παράλληλα καί κατά τῶν αἱρέσεων καί ἑτεροδιδασκαλιῶν.
Τελειώθηκε μαρτυρικά περί τό 136. Γιά τό μαρτύριό του γράφουν ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λουγδούνου (Κατά τῶν αἱρέσεων, Γ’ 3 – 3) καί ὁ Ἱστορικός Εὐσέβιος ("Ἐκκλησιαστική Ἱστορία" Δ’ 10, Ε’ 6 – 4).
Κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἰανουαρίου, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν τιμᾶ τήν 22α Φεβρουαρίου.
Ἱερομάρτυρας Ὑγῖνος ὁ Ἀθηναῖος (136 – 140 ἤ 138 – 142)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Ἀθήνα καί ἦταν γιός φιλοσόφου καί φιλόσοφος ὁ ἴδιος. Σύμφωνα μέ μία ἐκδοχή διαδέχθηκε στόν Παπικό Θρόνο τόν Ἱερομάρτυρα Τελεσφόρο τό 136 καί ἀρχιεράτευσε μέχρι τό 140. Κατά τόν Ἱστορικό Εὐσέβειο ἡ ἀρχιερατεία του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 138 καί 142. Τό βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι ἀρχιεράτευσε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀντωνίου Πίου (138 – 161).
Στόν Πάπα Ὑγῖνο ἀποδίδονται ἀρκετές λατρευτικές καί διοικητικές καθιερώσεις, ὅπως ἡ θεσμοθέτηση τοῦ ἀναδόχου στό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων, ὁ καθαγιασμός τῶν ναῶν καί ὁ προσδιορισμός τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀφφικίων. Ἀκόμη, ἀπό τόν Ὑγῖνο ἐπιβεβαιώθηκε, ὅτι ἡ πληρότητα τῆς Ἱερωσύνης ὑπάρχει μόνο στούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι «ἑνωμένοι μέ τόν Πάπα καί μαζί μέ τόν Πάπα ἀποτελοῦν τήν διδάσκουσα Ἐκκλησία» (Νικηφ. Βιδάλη, «Οἱ Ρωμαῖοι Ποντίφικες καί τό ἔργο τους», σελ. 57).
Ἄν καί ἡ μακρά βασιλεία τοῦ Ἀντωνίου Πίου χαρακτηρίζεται σάν περίοδος εἰρήνης καί ἠσυχίας καί δέν ἔγιναν διωγμοί κατά τῶν Χριστιανῶν, ὁ Πάπας Ὑγῖνος μνημονεύται ἀπό τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο σάν Μάρτυρας καί τιμᾶται τήν 11η Ἰανουαρίου.
Ἱερομάρτυρας Ἐλευθέριος (175 - + 189)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στή Νικόπολη τῆς Ἠπείρου ἤ σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή στήν Καλαβρία τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας (νότια Ἰταλία). Ὁ Πάπας ἅγ. Κλήμης Α’ στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή του ἀναφέρει, ὅτι ἦταν Διάκονος τοῦ Πάπα Ἀνικήτου. Ἀκόμη, κατά τήν ἀρχιερατεία τοῦ προκατόχου του Πάπα Σωτῆρος (166 – 175), κατεῖχε κάποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα στή Ρωμαϊκή Ἐκκλησία.
Ὁ Πάπας Ἐλευθέριος ἀρχιεράτευσε κατά τήν αὐτοκρατορία τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου (168 – 180) καί τοῦ γιοῦ του Κόμμοδου (180 – 192). Σέ ἀντίθεση μέ τόν διωγμό τοῦ πατέρα του ὁ Κόμμοδος τήρησε ἀνεκτική στάση καί ἔτσι ὁ Χριστιανισμός ἀναπτύχθηκε καί διαδόθηκε σέ ὅλες τίς τάξης τῆς Ρωμαϊκῆς κοινωνίας. Ὁ Ἱστορικός Εὐσέβειος γράφει σχετικά, ὅτι «ἡ κατάσταση τῶν Χριστιανῶν βελτιώθηκε καί – θείᾳ βουλήσει - ἡ εἰρήνη ἐπεκτάθηκε σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῆς Αὐτοκρατορίας» (Εὐσεβίου, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», Ε’ 21, 1).
Ὡς Πάπας ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ. Ὁ Μοντανισμός ἐμφανίσθηκε ἀρχικά στή Φρυγία - περί τό 170 - καί εἶχε σάν στόχο τήν βελτίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, σταδιακά, ἄρχισαν νά διαφαίνονται αἱρετικά σημεῖα καί ἔτσι ὁ Πάπας Ἐλευθέριος ὑποχρεώθηκε νά ἐπέμβει. Κύριος ἀντίπαλος τοῦ Μοντανισμοῦ ἀναδείχθηκε ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λουγδούνου.
Δέν ὑπάρχει συμφωνία γιά τό ἔτος θανάτου του, τό πλέον βέβαιο πάντως εἶναι τό 189. Σύμφωνα μέ ἀρχαῖα Μαρτυρολόγια τελειώθηκε μαρτυρικά καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου. Κατά τόν 16ο αἰ. τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν στό Ναό τῆς ἁγ. Σουζάνας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται.
Κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Μαϊου.
Ἱερομάρτυρας Ἀντέρως (+ 235)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, χωρίς νά προσδιορίζεται ὁ τόπος καταγωγῆς του (κάποιες πηγές τόν θέλουν καταγόμενο ἀπό τήν κυρίως Ἑλλάδα καί κάποιες ἄλλες ἀπό τήν Μεγάλη Ἑλλάδα – νότια Ἰταλία, γιό κάποιου Ρωμύλου). Ποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιά διάστημα μόνον 43 ἡμερῶν καί τελειώθηκε μαρτυρικά. Διαδέχθηκε τόν Ἱερομάρτυρα Πάπα Ποντιανό (230 - + 235), ὅταν ὁ τελευταῖος ἦταν ἐξόριστος στά μεταλλεία τῆς Σικελίας, μαζί μέ τόν ἀνταγωνιστή του Ἱππόλυτο. Ὡς Πάπας τέλεσε μία μόνο Λειτουργία, κατά τήν ὁποία χειροτόνησε ἕναν Ἐπίσκοπο.
Δέν ὑπάρχουν ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τίς συνθῆκες καί τήν ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου του, πάντως κατά τό Ποντιφικό Ἡμερολόγιο μαρτύρησε ἀπό τόν Ἔπαρχο Μάξιμο, κατά τόν διωγμό τοῦ Μαξιμίνου τοῦ Θρακός. Ἐνταφιάσθηκε στήν κατακόμβη τοῦ ἁγ. Καλλίστου καί εἶναι ὁ πρῶτος πού τά λείψανά του τοποθετήθηκαν στή λεγόμενη Κρύπτη τῶν Παπῶν, τόν 3ο αἰ. Τό 1854 βρέθηκε ὁ τάφος του καί ἡ ἐπιτύμβια πλάκα του στήν ὁποία γράφεται «Ἀντέρως ἐπί…», δηλαδή «Ἀντέρως Ἐπίσκοπος».
Κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Ἰανουαρίου.
Ἱερομάρτυρας Σίξτος ὁ Ἀθηναῖος (+ 258)
Ἕλληνας φιλόσοφος ἀπό τήν Ἀθήνα, ἀρχιεράτευσε μόνο ἕνα χρόνο, κατά τήν βασιλεία τοῦ Βαλεριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἀντιμετώπισε τόν φοβερό διωγμό (διάταγμα Αὐγούστου 257, μέ τό ὁποῖο ἡ Χριστιανική θρησκεία θεωρήθηκε παράνομη. Βλ. σχετικά Εὐσεβίου, «Ἐκκλη-σιαστική Ἱστορία», 7, 10). Μεταξύ τῶν θυμάτων τοῦ διωγμοῦ αὐτοῦ ἦταν ὁ ἅγ. Κυπριανός Ἐπίσκοπος Καρχηδῶνος καί ὁ ἅγ. Λαυρέντιος, Ἀρχιδιάκονος τοῦ μνημονευομένου Πάπα Σίξτου.
Ὡς Πάπας ὁ Σίξτος πέτυχε τήν ἀποκατάσταση σχέσεων μεταξύ τῶν Ἀφρικανικῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν λοιπόν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποίες εἶχαν διαταραχθεῖ μέ ἀφορμή τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Ὅταν κατά τόν διωγμό ἀπαγορεύτηκαν τά χριστιανικά κοιμητήρια, μετέφερε τά Λείψανα τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στήν Κατακόμβη τοῦ ἁγ. Σεβαστιανοῦ.
Ὁ Πάπας Σίξτος μαρτύρησε λίγες ἡμέρες πρίν τό μαρτύριο τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ. Συνελήφθη στίς κατακόμβες ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία καί ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ 4 Ἱερεῖς καί 2 Διακόνους, τήν 6η Αὐγούστου 258, ἡμέρα κατά τήν ὁποία τιμᾶται ἡ μνήμη του.
Ἅγιος Εὐσέβιος (309 ἤ 310)
Ἕλληνας στήν καταγωγή, χωρίς νά σώζονται ἰδιαίτερες πληροφορίες γιά τήν καταγωγή του, ἀρχιεράτευσε γιά διάστημα μόλις 4 μηνῶν, κατά τήν βασιλεία τοῦ Λικινίου καί τοῦ Μαξεντίου.
Τό κύριο θέμα πού ἀντιμετώπισε ὡς Πάπας ἦταν ὁ τρόπος ἐπανόδου στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν «πεπτωκότων – lapsi», τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων – δηλαδή - πού εἶχαν ἀρνηθεῖ τήν πίστι τους μπροστά στό φόβο τῶν βασανιστηρίων καί τοῦ θανάτου. Στήν ἐποχή τοῦ Πάπα Εὐσεβίου κάποιος Ἡράκλειος, ἀρχηγός μιᾶς κινήσεως μέσα στήν Ἐκκλησία, δίδασκε ὅτι οἱ «πεπτωκότες» μποροῦσαν νά ἐπανέλθουν στήν Ἐκκλησία χωρίς τήν προβλεπομένη μετάνοια. Στή διδασκαλία αὐτή ὁ Πάπας Εὐσέβιος ἀντιτάχθηκε σθεναρά, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν ταραχές, σέ σημεῖο ὥστε ὁ Αὐτοκράτορας Μαξέντιος νά ἐξορίσει καί τούς δύο ἀντιπάλους στή Σικελία. Ἐκεῖ ὁ Πάπας Εὐσέβιος ἀπεβίωσε. Ἀργότερα τό σῶμα του μεταφέρθηκε στήν Κατακόμβη τοῦ ἁγ. Καλλίστου καί ὁ Πάπας Δάμασος ἔγραψε ἕνα ποίημα στή μνήμη του, τό ὁποῖο χαράχθηκε στήν ἐπιτύμβια πλάκα του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα ἀνακομιδῆς τῶν Λειψάνων του.
Ἅγιος Ζώσιμος ὁ Καππαδόκης (417 – 418)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀπό τήν Καππαδοκία, διαδέχθηκε τόν Πάπα Ἰννοκέντιο Α’ τήν 18. 3. 417. Ἀρχιεράτευσε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ὀνωρίου.
Ὡς ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται καλός, αὐστηρῶν ἠθῶν, ἀλλά ἀδύνατου χαρακτῆρα, μέ ἀποτέλεσμα νά δείχνει συγκαταβατικότητα πρός ἀνθρώπους ὕποπτων προθέσεων (ὅπως τόν Ἐπίσκοπο Ἀρελάτης Πάτροκλο, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νά ἀναδείξει τήν ἕδρα του σέ ὑπερ-μητρόπολη, σέ βάρος τῶν λοιπῶν Ἐπισκόπων τῆς Γαλατίας).
Ὡς Πάπας ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Πελαγιανισμοῦ (ἐπικυρώνοντας τίς κατα-δικαστικές ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τῆς Καρθαγένης καί τῆς Μιλέβης), διεκδίκησε ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀφρικῆς τά δικαιώματα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ὅπως «καί τό δικαίωμα προσφυγῆς στόν Ρωμαῖο Ποντίφικα, προσβάλλοντας τοπικές ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις, διευκρινίζοντας μάλιστα ὅτι αὐτό τό δικαίωμα δέν περιορίζεται μόνον στούς Ἐπισκόπους, ἀλλά ἐπεκτείνεται σέ ὅλους τούς Κληρικούς, ἀκόμη καί στούς λαϊκούς» (Νικ. Βιδάλη αὐτ. σελ. 94). Ἀγωνίσθηκε ἀκόμη γιά τήν πειθαρχία τοῦ Κλήρου καί τήν κατάργηση τῆς δουλείας.
Ἀπεβίωσε τό 418 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Δεκεμβρίου.
Θεόδωρος Α’ ὁ Ἱεροσολυμίτης (642 – + 649)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στά Ἱεροσόλυμα. Διαδέχθηκε τό Πάπα Ἰωάννη Α’ τό 642. Ἀρχιεράτευσε μέχρι τό 649, κατά τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Γ’ (641 – 668).
Σχετικά μέ τήν ἐκλογή του ἐπικρατοῦν δύο ἀπόψεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη ἡ ἐκλογή του ὑποστηρίχθηκε ἀπό τήν ΚΠολη καί τούς Βυζαντινούς κύκλους τῆς Ραβέννας, μέ σκοπό τήν ὑποστήριξη τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Κατά τήν δεύτερη, ἡ ἄνοδός του ὑποστηρίχθηκε ἀπό κύκλους τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, διότι θεωρήθηκε ἱκανός νά χειριστεῖ τήν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Ἀντιμετωπίζοντας τήν αἵρεση ὑποχρέωσε τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Πῦρρο πού βρισκόταν στή Ρώμη νά ὁμολογήσει τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἐπιστρέφοντας ὅμως ὁ Πῦρρος στή Ράβεννα, ἐπανῆλθε στήν αἵρεση, ὁπότε ὁ Πάπας Θεόδωρος συγκάλεσε Σύνοδο καί τόν καταδίκασε, ὅπως ἀργότερα καί τόν διάδοχό του στό Θρόνο τῆς ΚΠόλεως Πατριάρχη Παῦλο. Μάλιστα ἀναφέρεται, ὅτι ἡ καταδικαστική ἀπόφαση γράφτηκε μέ μελάνι, μέσα στό ὁποῖο ἔσταξε Θεία Κοινωνία!!!
Πέραν τῆς ὑπερασπίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ἔργο του ἀφορᾶ στήν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν (λ.χ. ἐγκαινίασε τόν ναό τοῦ ἁγ. Βαλεντίνου στή Φλαμινία ὁδό), στή δημιουργία προσκυνημάτων καί στήν προστασία τῶν πτωχῶν.
Ἀπεβίωσε τήν 14η Μαϊου 649 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου.
Ἰωάννης Στ’ (701 – + 705)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, πιθανῶς ἀπό τήν Ἔφεσσο, διαδέχθηκε τό 701 τόν Πάπα Σέργιο Α’. Ἀρχιεράτευσε κατά τήν βασιλεία τοῦ Τιβερίου Γ’.
Ὡς Πάπας χαρακτηρίζεται συνετός καί εἰρηνοποιός. Ἀντιμετώπισε μέ σύνεση τίς αὐθαιρεσίες τῶν Βυζαντινῶν διοικητῶν τῆς Ραβέννας καί τήν εἰσβολή τῶν Λομβαρδῶν στήν Ἰταλία.
Ἀπεβίωσε τήν 11η Ἰανουαρίου 705 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου.
Ἰωάννης Ζ’ ὁ Καλαβρός (705 – + 707)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Καλαβρία τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας (νότια Ἰταλία). Ὁ πατέρας του Πλάτων ἦταν Αὐτοκρατορικός Διαχειριστής στή Ρώμη καί ὁ Ἰωάννης κατεῖχε ὑψηλή θέση κοντά στόν πατέρα του καί ἦταν ὑπεύθυνος γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία. Κατεῖχε ὑψηλή μόρφωση καί διακρινόταν γιά τήν εὐγλωτία του.
Ἀρχιεράτευσε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰουστιανιανοῦ Β’ τοῦ Ρηνότμητου, μέ τόν ὁποῖο διατήρησε καλές σχέσεις, παρά τόν βίαιο χαρακτήρα τοῦ Αὐτοκράτορα. Ἀκόμη, πέτυχε τήν ἐπιστροφή ἐδαφῶν στή Λομβαρδία πού εἶχαν κατακτηθεῖ ἀπό τούς Λομβαρδούς τοῦ Ἀριπέτρου Β’.
Σημαντικό ἐπίσης ἦταν καί τό κτητορικό του ἔργο (λ.χ. ἀνοικοδόμησε τό Ἀββαεῖο τοῦ Σουμπιάκο πού εἶχαν καταστρέψει οἱ Λομβαρδοί, τό 601). Θιασώτης τῶν Καλῶν Τεχνῶν, ἄφησε στήν παλαιά Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου ἕνα ἐξαιρετικό ζωγραφικό ἔργο τοῦ 8ου αἰ. πού ἀπεικονίζει τά Θεοφάνεια (τό 1639, μέ τήν ἀνέγερση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, ἕνα τμῆμα τοῦ ἔργου μεταφέρθηκε στό ναό τῆς Παναγίας «in Cosmedin», ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἀπεβίωσε τήν 18η Ὀκτωβρίου 707 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου.
Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Καλαβρός (741 – 752)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γιός τοῦ στρατιωτικοῦ Πολυχρονίου ἀπό τήν Καλαβρία, διακρίθηκε γιά τά χαρίσματά του μεταξύ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κλήρου. Τό Ποντιφικό Ἡμερο-λόγιο τόν περιγράφει σάν «ἄνθρωπο γεμάτο ἁπλότητα καί γλυκύτητα, προικισμένο μέ κάθε καλωσύνη». Ποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης κατά τήν βασιλεία Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741 – 775), κατά τήν θλιβερή περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι λόγῳ τῶν διωγμῶν στήν Ἀνατολή, περίπου 50.000 Μοναχοί διέφυγαν στή Ρώμη καί γενικώτερα στή Δύση!
Ἐξαίρετως διπλωμάτης ὁ Πάπας Ζαχαρίας, ἐγκαινίασε φιλικές σχέσεις μέ τόν Λομβαρδό κατακτητή τῆς Ἰταλίας Λιουτπράνδο καί ἔτσι πέτυχε τήν ἐπιστροφή πολλῶν κτήσεων στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Στίς διαπραγματεύσεις μαζί του πέτυχε ἀφ’ ἑνός μέν τήν σύναψη εἰρήνης τοῦ τελευταίου μέ τό Δουκάτο τῆς Ρώμης, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν μή ἐπίθεση τῶν Λομβαρδῶν κατά τοῦ Βυζαντινοῦ Ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας. Ἀκόμη, στή διαμάχη μεταξύ τῶν Φράγκων Ἡγεμόνων Χιλδερίκου καί Πιπίνου τοῦ Βραχέως, ὑποστήριξε τόν δεύτερο, ὁ ὁποῖος καί στέφθηκε Βασιλιᾶς τῶν Φράγκων τό 751, ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Πάπα Ζαχαρία ἅγ. Βονιφάτιο, τόν Ἱεραπόστολο τῆς Γερμανίας.
«Μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή – σημειώνει ὁ Νικ. Βιδάλης - ὁ Πάπας Ζαχαρίας ἐγκαινίαζε τό δικαίωμα τά στέφει καί νά καθαιρεῖ τούς κοσμικούς Ἄρχοντες, οἱ δέ Φράγκοι θεώρησαν τήν ἀπόφαση τοῦ Πάπα ἱερή» (αὐτ. σελ. 160).
Ὁ Πάπας Ζαχαρίας μετέφρασε στά Ἑλληνικά ἀπό τά Λατινικά τούς τέσσερεις Διαλόγους τοῦ Πάπα ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου (590 – 604).
Ὡς Πάπας ὑπῆρξε ἐξαιρετικά ἐλεήμων καί ἐξωράϊσε πολλούς ναούς τῆς Ρώμης, καθώς καί τό Παπικό Ἀνάκτορο τοῦ Λατερανοῦ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 22α Μαρτίου 752 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαρτίου.
Πηγή: ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ