(από το χάρις) = ο χαριτωμένος.
Αρχαίος Κύπριος ιστοριογράφος.
Εἰσδὺς Χαρίτων εἰς τὸν ἀσβέστου βόθρον,Ἄσβεστον εὗρε φῶς ἀκηράτου τόπου.
Ο Άγιος Χαρίτων μαρτύρησε, αφού τον έριξαν μέσα σε λάκκο με βραστό ασβέστη.