(από το αθανασία) = το αιώνιο πνευματικό δημιούργημα του Θεού, ο αιώνιος.
(νέος + φύομαι) = ο νεομυηθείς, ο αναγεννηθείς.
Eις την Aνθούσαν.Ἀνθῆσαν ἐκ γῆς τῆς Σελευκείας ῥόδον,Ἀνθοῦσαν ἐδρέψαντο χεῖρες Ἀγγέλων.Eις τον Aθανάσιον.Ἀθανάσιος κἂν τεθνήξωμαι ξίφει,Τοῖς ζῶσι Χριστοῦ ζῶν τετάξομαι φίλοις.Eις τους οικέτας.Δοῦλοι δύο τμηθέντες, εὗρον οἱ δύοΤὴν εὐγένειαν, ἣν ἀπώλεσαν πάλαι.
Η Οσία Ανθούσα έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουαλεριανού (253-259) και καταγόταν από την Σελεύκεια της Συρίας. Ήταν κόρη πλούσιων ειδωλολατρών γονέων, του Αντωνίνου και της Μαρτυρίας (Μαρίας). Επιθυμώντας να δει τον διδάσκοντα επίσκοπο Αθανάσιο στην Ταρσό της Κιλικίας, έπεισε τη μητέρα της να μεταβεί εκεί μαζί με δύο υπηρέτες της, τον Χαρίσιμο και τον Νεόφυτο, με την πρόφαση ότι θα δει την τροφό της. Όταν βρήκε τον Αθανάσιο, βαπτίσθηκε απ' αυτόν και εκάρη μοναχή. Κατόπιν αποσύρθηκε στην έρημο και εκεί, αφού για 23 ολόκληρα χρόνια έζησε ασκητικά, απεβίωσε ειρηνικά.Ο δε Άγιος Αθανάσιος, οδηγήθηκε στον Ουαλεριανό και επειδή δεν δέχτηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αποκεφαλίστηκε. Το ίδιο και οι υπηρέτες της Ανθούσας, Χαρίσιμος και Νεόφυτος, ομολόγησαν με θάρρος τον Χριστό μπροστά στον βασιλιά και αποκεφαλίστηκαν.