(από το λατινικό germanus) = ο αδελφός, ο αληθής, ο τέλειος.
Στρατηγός του Ιουστινιανού
ο κρατών και διδών τη νλικη, ο νικητής, ο τροπαιοφόρος.
(αντί + ωνούμαι) = ο πλειοδότης σε προσφορά αξίας, ο πλειοδότης, ο γενναιοδωρότερος.
Ξίφος Ζεβινᾶν, Γερμανόν, Νικηφόρον.Σὺν Ἀντωνίῳ δεικνύει νικηφόρους.Eις την Mαραθώ.Bληθείσα εις πυρ Mαραθώ η παρθένος,Nυν ταις φρονίμοις συγχορεύει παρθένοις.
Έλαβαν όλοι τα μαρτυρικά στεφάνια στα χρόνια του Μαξιμιανού (286-305). Οι μεν τέσσερις πρώτοι αποκεφαλίστηκαν στην Καισαρεία, η δε Μαραθώ η παρθένος στη Σκυθούπολη της Κοίλης Συρίας, όπου την έριξαν μέσα στη φωτιά και κάηκε ζωντανή. Εσφαλμένα, τέλος, σε μερικούς συναξαριστές η Αγία Μαναθώ αναφέρεται ως Μαραθώ. (Η μνήμη τους επαναλαμβάνεται και την 20η Οκτωβρίου).