Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἠγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς· 1 Εγώ ο Ιούδας, δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου, προς τους κεκλημένους εις την χριστιανικήν πίστιν, οι οποίοι έχουν αγιασθή από τον Θεόν και Πατέρα και έχουν διαφυλαχθή από τον κίνδυνον και τον μολυσμόν της αμαρτίας προς χάριν του Ιησού Χριστού, 1 Εγὼ ὁ Ἰούδας, ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου, γράφω τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, πρὸς τοὺς προσκαλεσμένους εἰς τὴν χριστιανικῶν πίστιν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιασθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα καὶ ἔχουν διαφυλαχθῆ ἀπὸ τόσους ἠθικοὺς κινδύνους διὰ νὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
2 ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη. 2 εύχομαι να αυξάνη και να πλεονάζη εις σας το έλεος και η ειρήνη και η αγάπη. 2 Εἴθε νὰ πλεονάσουν εἰς σᾶς τὸ ἔλεος καὶ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη.
3 Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει. 3 Αγαπητοί, μολονότι ησθανόμην μεγάλον πόθον και ενδιαφέρον να σας γράψω δια την σωτηρίαν, την οποίαν εις όλους μας χαρίζει ο Χριστός, ευρέθηκα και εις την ανάγκην από αυτά ταύτα τα πράγματα να σας γράψω, δια να σας παρακαλέσω και σας προτρέψω να αγωνίζεσθε με δύναμιν και επιμονήν υπέρ της πίστεως, η οποία άπαξ δια παντός έχει παραδοθή στους Χριστιανούς. 3 Ἀγαπητοί, ἐνῶ εἶχον σφοδρὸν πόθον νὰ σᾶς γράψω περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ποὺ εἰς ὅλους μᾶς ἐχάρισεν ὁ Χριστός, ἠναγκάσθην ἀπὸ τὰς περιστάσεις νὰ σᾶς γράψω διὰ νὰ σᾶς προτρέψω νὰ ἀγωνίζεσθε μὲ δύναμιν ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία διὰ τοῦ προφορικοῦ κηρύγματος παρεδόθη μιὰ φορὰ γιὰ πάντα εἰς τοὺς Χριστιανούς.
4 παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρίμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι. 4 Και τούτο, διότι με τρόπον δόλιον και απατηλόν εισεχώρησαν εις την Εκκλησίαν μερικοί άνθρωποι, δια τους οποίους η Γραφή προ πολλού χρόνου είχε προφυτεύσει και ορίσει, ότι θα έπαιρναν επάνω τους αυτήν την φοβερά καταδίκην. Ασεβείς αυτοί, νοθεύουν και διαστρέφουν την δωρεάν και την αλήθειαν, που μας έχει δώσει ο Θεός, ζητούντες με σοφιστικά και πονηρά επιχειρήματα να δικαιολογήσουν την φαυλότητα και ανηθικότητα αυτών και αρνούμενοι τον ένα και μόνον Δεσπότην και Κυριον μας, τον Ιησούν Χριστόν. 4 Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγωνίζεσθε διὰ τὴν πίστιν αὐτήν, διότι ὕπουλα καὶ δόλια εἰσεχώρησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μερικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ χρόνου εἶχον προφητευθῆ καὶ καθορισθῆ εἰς τὰς Γραφάς, ὅτι θὰ ἀνεφαίνοντο καὶ θὰ κατεδικάζοντο εἰς τὴν κατάκρισιν καὶ τιμωρίαν αὐτήν, περὶ τῆς ὁποίας θὰ ὁμιλήσω κατωτέρω. Εἶναι ἀσεβεῖς, ποὺ διαστρέφουν καὶ παραχαράττουν τὴν χάριν τοῦ φωτισμοῦ τῆς ἀληθείας, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωκε δωρεὰν ὁ Θεός. Τὴν παραχαράττουν καὶ τὴν νοθεύουν ζητοῦντες ἐπιχειρήματα ἐξ αὐτῆς πρὸς δικαιολογίαν βίου ἀκολάστου καὶ ἀνηθίκου. Καὶ ἀρνοῦνται τὸν ἕνα καὶ μόνον Δεσπότην καὶ Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν.
5 Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ τῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν, 5 Θελω δε να σας υπενθυμίσω, μολονότι σστο έχετε μάθει καλά άπαξ δια παντός, ότι ο Κυριος αφού πρώτον δια πλήθους θαυμάτων έσωσε τον Ισραηλιτικόν λαόν από την χώραν της Αιγύπτου, έπειτα όσους δεν επίστευσαν τους κατεδίκασε να αποθάνουν εις την έρημον. 5 Θέλω δὲ νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, ἂν καὶ σεῖς ἐμάθετε τοῦτο μιὰ φορὰ για πάντα, ὅτι ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔσωσε διὰ θαυμάτων τὸν ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου, ἔπειτα ὅσους δὲν ἐπίστευσαν, κατεδίκασε νὰ ἀποθάνουν εἰς τὴν ἔρημον, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
6 ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχὴν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν· 6 Και τους αγγέλους, οι οποίοι δεν διεφύλαξαν την αρχικήν αυτών αγνότητα και αγιότητα, το υψηλόν των αγγελικόν αξίωμα, αλλ' εγκατέλειψαν την ουρανίαν αυτών κατοικίαν και ζωήν, τους έχει φυλάξει δεμένους με τα αιώνια σκοτεινά δεσμά της βαρείας ενοχής των, δια να δικασθούν κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως. 6 Καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ δὲν ἐφύλαξαν τὸ ὑψηλόν τους ἀξίωμα, ἀλλ’ ἐγκατέλιπον τὴν ἐν οὐρανοῖς κατοικίαν των καὶ ζωήν, τοὺς ἔχει φυλάξει διὰ νὰ δικασθοῦν κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς παγκοσμίου Κρίσεως δεμένους ὑπὸ σκότος πνευματικὸν καὶ παντελῆ ἄγνοιαν τῆς θείας χάριτος καὶ ἀληθείας μὲ δεσμὰ αἰώνια, ποὺ δὲν θὰ συντριβοῦν ποτέ.
7 ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας, πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι. 7 Οπως επίσης τα Σοδομα και τα Γομορα και αι ολόγυρά των πόλεις, αι οποίαι κατά τρόπον όμοιον με τους ασεβείς, περί των οποίων έγραψα παρά πάνω, παρεδόθησαν, εις την πορνείαν και έτρεξαν προς παρά φύσιν ασελγείας εις άλλα σώματα και διεφθάρησαν και εβεβηλώθησαν, είναι ενώπιόν μας παράδειγμα διεστραμμένων ανθρώπων, που ετιμωρήθησαν με το καταστρεπτικόν πυρ, που η θεία οργή έστειλεν εξ ουρανού. 7 Ὅπως τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ αἱ τριγύρω των πόλεις, ποὺ κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτούς, περὶ τῶν ὁποίων ὡμίλησα ἀνωτέρω, παρέδωκαν ἑαυτὰς εἰς τὴν πορνείαν καὶ ἐπῆγαν ὀπίσω ἀπὸ ἄλλην σάρκα καὶ παρεσύρθησαν εἰς παρὰ φύσιν ἀσελγείας, εἶναι ἐνώπιόν μας παράδειγμα ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἐτιμωρήθησαν μὲ τὴν ποινὴν τῆς φωτιᾶς, ποὺ τοὺς ἔκαυσεν ἀμετακλήτως καὶ γιὰ πάντα.
8 ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετοῦσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν. 8 Κατά ένα όμοιον τρόπον και αυτοί οι ασεβείς παραπλανώνται από τα αμαρτωλά όνειρα της εξημμένης φαντασίας των, και το μεν σώμα μολύνουν με τας αισχράς πράξεις, την μεγαλειώδη δε εξουσίαν του Υιού του Θεού απορρίπτουν, υβρίζουν δε και χλευάζουν τους ενδόξους αγγέλους. 8 Παρὰ τὰ φοβερὰ ὅμως παραδείγματα ταῦτα ὁμοίως καὶ αὐτοὶ οἰ σημερινοὶ ἀσεβεῖς παραπλανῶνται ἀπὸ τὰς φαντασίας καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπουν καὶ ὅταν δὲν κοιμῶνται, καὶ τὸ μὲν σῶμα τους μολύνουν μὲ τὰς αἰσχράς των πράξεις, τὴν ἐξουσίαν δὲ καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπορρίπτουν, περιυβρίζουν δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἔχουν τόσον μεγάλην δόξαν.
9 ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ’ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος. 9 Ο δε Μιχαήλ, ο αρχάγγελος, όταν αντηγωνίζετο και συνδιελέγετο με τον διάβολον, ο οποίος ήθελε να αρπάξη το νεκρόν σώμα του Μωϋσέως, δεν ετόλμησε να εκφέρη εναντίον του καταδικαστικήν κρίσιν με υβριστικούς και χλευαστικούς λόγους. Αλλ' είπεν στον διάβολον· “ο Κυριος να σε τιμωρήση δια την δολίαν πράξιν, που επιχειρείς να κάμης”. 9 Ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς δείξω πόσον μὲ τὰς βλασφημίας των αὐτὰς ἁμαρτάνουν οὗτοι - ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅταν συνδιελέγετο μὲ τὸν διάβολον, ποὺ διεξεδίκει καὶ ἤθελε νὰ πάρῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ Μωϋσέως, δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐκφέρῃ καταδικαστικὴν ἀπόφασιν συνοδευομένην μὲ ὑβριστικοὺς καὶ βλασφήμους λόγους κατ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ εἶπεν εἰς τὸν διάβολον· Ἀπὸ τὸν Θεόν νὰ τὸ εὕρῃς καὶ ὁ Κύριος νὰ σὲ ἐπιτιμήσῃ διὰ τὴν ἀδικίαν αὐτὴν ποὺ ἀποτολμᾷς.
10 οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται. 10 Αυτοί όμως όσα μεν μεγάλα και πνευματικά και θεία δεν γνωρίζουν, τα υβρίζουν και τα χλευάζουν, όσα δε με τας φυσικάς των αισθήσεις και επιθυμίας, σαν τα άλογα ζώα, γνωρίζουν, μέσα εις αυτά διαφθείρονται και καταστρέφονται. 10 Αὐτοὶ ὅμως, ὅσα μὲν δὲν γνωρίζουν, ἤτοι τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ θεῖα, τὰ περιϋβρίζουν καὶ τὰ βλασφημοῦν, ὅσα δὲ μὲ τὰς φυσικάς των αἰσθήσεις καὶ ὀρέξεις γνωρίζουν σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, τὰ μεταχειρίζονται καὶ τὰ ἔνεργοῦν διὰ νὰ διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν τοὺς ἑαυτούς των.
11 οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κόρε ἀπώλοντο. 11 Αλλοίμονον εις αυτούς, διότι εβάδισαν τον δρόμον του Καϊν και εγκληματούν με το παράδειγμά των και τας ψευδολογίας των, εναντίον των αδελφών των. Αλλοίμονόν των διότι εχύθηκαν ασυγκράτητοι εις την πλάνην του Βαλαάμ, ένεκα υλικού κέρδους, και εχάθηκαν μέσα εις την επανάστασιν του Κορε κατά του Θεού. 11 Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἠκολούθησαν τὸν δρόμον τοῦ Κάϊν καὶ φονεύουν ἠθικῶς τοὺς ἀδελφούς των μὲ τὰς ψευδοδιδασκαλίας των. Ἀλλοίμονόν τους, διότι ἐρρίφθησαν ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν πλάνην τοῦ Βαλαὰμ ἕνεκα ὑλικοῦ κέρδους καὶ ἐχάθησαν εἰς τὸν ὄλεθρον τῆς Ἀντιλογίας καὶ ἀπειθείας τοῦ Κορέ.
12 Οὗτοί εἰσιν οἱ ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, 12 Αυτοί είναι εστίαι μολύνσεως εις τα κοινά δείπνα σας, τα συνδεδεμένα με το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Συντρώγουν μαζή σας, χωρίς κανένα φόβον και καμμίαν εντροπήν. Αυτοί ποιμένουν κατά τας ορέξεις των τον εαυτόν των και ζουν εις βάρος των άλλων, χωρίς να προσφέρουν τίποτε, άστατοι και χωρίς περιεχόμενον, σαν σύννεφα χωρίς νερό, που σπρώχνονται και στροβιλίζονται εδώ και εκεί από τους ανέμους. Είναι δένδρα φθινωπορινά, που και αν τύχη και ανθίσουν, μένουν οπωσδήποτε άκαρπα, δύο φορές πεθαμένα και ξηρά, (μίαν πριν πιστεύσουν στον Χριστόν και δευτέραν, που έχουν απαρνηθή και ξεκόψει απ' τον Χριστόν)· δένδρα, που έχουν ξερριζωθή από την Εκκλησίαν του Χριστού. 12 Αὐτοὶ εἶναι μιάσματα εἰς τὰ κοινά σας δεῖπνα τὰ συνδεδεμένα μὲ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν. Συντρώγουν μαζί σας ἐκεῖ χωρὶς κανένα φόβον. Αὐτοὶ δὲν ποιμαίνουν τὸ χριστιανικὸν ποίμνιον, ἀλλὰ ποιμαίνουν τοὺς ἑαυτούς των καὶ παχύνονται εἰς βάρος τοῦ ποιμνίου. Εἶναι σύννεφα χωρὶς νερό, ποὺ σπρώχνονται μὲ βίαν ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς πλανημένης διδασκαλίας καὶ τῶν ἀσυγκράτητων παθῶν των. Εἶναι δένδρα τοῦ φθινοπώρου, ποὺ δὲν ἔχουν ἐπάνω τους οὔτε φύλλα· δένδρα ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραγάγουν καρπόν, τὰ ὁποῖα ἀπέθανον καὶ ἐξεράθησαν δύο φοράς, μίαν προτοῦ νὰ πιστεύσουν καὶ ἄλλην μίαν μετὰ τὴν ἐπιστροφήν τους εἰς τὸν Χριστόν· δένδρα ποὺ ἐξερριζώθησαν, διότι ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὸν Χριστόν.
13 κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται. 13 Είναι άγρια κύματα θαλάσσης που χύνουν προς τα έξω σαν αηδιαστικόν αφρόν τας αισχράς και επαισχύντους πράξεις των. Είναι αστέρια, που πλανώνται έξω από την τροχιάν των εδώ και εκεί, δια να εξαπατούν τους ταξιδεύοντας, να βαδίζουν δε και οι ίδιοι προς τον όλεθρον. Εις αυτούς έχει επιφυλαχθή αιωνία η τιμωρία, το πυκνόν και αδιαπέραστον σκότος του Αδου. 13 Εἶναι κύματα ἄγρια θαλάσσης, τὰ ὁποῖα ὡς ἀφρὸν ἀηδῆ χύνουν ἔξω ἀπὸ τὰς ταρασσομένας ὑπὸ τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας καρδίας των τὰς αἰσχρὰς πράξεις των, ποὺ προκαλοῦν ἐντροπήν. Εἶναι ἀστέρες ποὺ ἐξέφυγαν ἀπὸ τὴν τροχιάν τους καὶ πλανῶνται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐξαπατῶντες τοὺς ταξιδιώτας ποὺ ζητοῦν νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπὸ αὐτούς. Εἰς αὐτοὺς ἔχει ἐπιφυλαχθῆ ὡς αἰωνία τιμωρία των τὸ πυκνὸν σκότος τοῦ Ἅδου.
14 προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἑνὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, 14 Εχει δε προφητεύσει δι' αυτούς και ο Ενώχ, έβδομος στους γενεαλογικούς καταλόγους από τον Αδάμ, λέγων· “ιδού ήλθεν ο Κυριος με τας μυριάδας των αγίων αυτού αγγέλων και δικαίων, 14 Ἐπροφήτευσε δὲ καὶ δι’ αὐτοὺς ὁ Ἐνώχ, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τοὺς γενεαλογικοὺς καταλόγους ἕβδομος ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπε· Ἰδοὺ θὰ ἔλθῃ ὠρισμένως ὁ Κύριος συνοδευόμενος ἀπὸ τὰς πολυπληθεῖς ἁγίας στρατιάς του,
15 ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ’ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς. 15 δια να κάμη κρίσιν εναντίον όλων των αμαρτωλών και να ελέγξη όλους τους ασεβείς μεταξύ αυτών, δι' όλα τα έργα της ασεβείας των, με τα οποία ύβρισαν τον Θεόν, και δι' όλα τα βλάσφημα και διεστραμμένα λόγια, τα οποία αμαρτωλοί ασεβείς είπαν εναντίον του Θεού”. 15 διὰ νὰ κάμῃ κρίσιν ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ διὰ νὰ ἐλέγξῃ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῶν δι’ ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀσεβείας των, τὰ ὁποῖα ἀσεβοῦντες πρὸς τὸν Θεόν διέπραξαν, καὶ δι’ ὅλους τοὺς βλασφήμους λόγους καὶ τὰς διδασκαλίας, ποὺ ἐλάλησαν κατ’ αὐτοῦ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀσέβειαν καὶ χωρὶς φόβον Θεοῦ ἁμαρτάνουν.
16 Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν. 16 Αυτοί γογγύζουν πάντοτε και μεμψιμοιρούν εναντίον του Θεού, ζώντες και συμπεριφερόμενοι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της καρδίας των, το στόμα των λαλεί αλαζονικά και πομπώδη λόγια, προσποιούμενοι ότι θαυμάζουν πρόσωπα πλούσια και ισχυρά, τα οποία και κολακεύουν, δια να επιτύχουν με τας κολακείας των υλικά κέρδη. 16 Αὐτοὶ γογγύζουν καὶ μεμψιμοιροῦν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς προνοίας του, συμπεριφερόμενοι σύμφωνα πρὸς τὰς πονηρὰς καὶ ἀχορτάστους ἐπιθυμίας των. Καὶ τὸ στόμα τους λαλεῖ λόγους ὑπερηφάνους καὶ ἀλαζονικούς, καὶ κολακεύουν μὲ ὑποκριτικὸν θαυμασμὸν πρόσωπα πλούσια καὶ ἰσχυρὰ διὰ τὰ ὑλικὰ ὀφέλη, ποὺ περιμένουν να καρπωθοῦν ἀπὸ αὐτά.
17 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ῥημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 17 Σεις δε, αγαπητοί, ενθυμηθήτε τα λόγια τα οποία εκ των προτέρων και ως προφητικά έχουν λεχθή από τους αποστόλους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 17 Σεῖς ὅμως, ἀγαπητοί, ἐνθυμηθῆτε τοὺς λόγους, ποὺ ἔχουν προρρηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
18 ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. 18 Ενθυμηθήτε, ότι αυτοί σας έλεγαν, πως κατά τους τελευταίους καιρούς, που θα προηγηθούν από την παρουσίαν του Χριστού, θα υπάρξουν άνθρωποι είρωνες και χλευασταί εναντίον του Θεού και του θελήματός του, που θα ζουν και θα συμπεριφέρονται σύμφωνα με τας φαύλας επιθυμίας των, δια να διαπράττουν έτσι ασεβείας. 18 Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι σᾶς ἔλεγον οἰ ἀπόστολοι, ὅτι κατὰ τὸν πρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας χρόνον θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ θὰ ἐμπαίζουν τὰ ἱερώτατα, οἱ ὁποῖοι θὰ πορεύωνται κατὰ τὰς αἰσχράς των ἐπιθυμίας, ποὺ θὰ τοὺς παρασύρουν εἰς ἀσεβείας.
19 Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες. 19 Αυτοί είναί που δημιουργούν διαιρέσεις εις την Εκκλησίαν, άνθρωποι ζωώδεις που κυριαρχονται από τα κατώτερα ένστικτα και οι οποίοι ούτε Πνεύμα Θεού έχουν ούτε και το ιδικόν των πνεύμα έχουν καλλιεργημένον και προικισμένον με την θείαν χάριν. 19 Αὐτοὶ εἶναι οἰ δημιουργοῦντες τὰ σχίσματα καὶ τὰς διαιρέσεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἄνθρωποι φυσικοί, οἱ ὁποῖοι σύρονται ὑπὸ τῆς ζωώδους φύσεως καὶ δὲν ἔχουν ἀναγεγεννημένας ὑπό του Ἁγίου Πνεύματος τὰς ἀνωτέρας ψυχικάς των δυνάμεις.
20 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτοὺς, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ προσευχόμενοι, 20 Σεις όμως, αγαπητοί, οικοδομούντες τους εαυτούς σας επάνω στο θεμέλιον της αγιωτάτης πίστεώς σας, προσευχόμενοι με τον φωτισμόν και την έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος, 20 Σεῖς ὅμως, ἀγαπητοί, ἀντιθέτως πρὸς ἐκείνους οἰκοδομοῦντες τοὺς ἑαυτους σας ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον τῆς ἁγιωτάτης πίστεως σας διὰ μέσου τῆς προσευχῆς, ποὺ θὰ κάνετε ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
21 ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον. 21 φυλάξατε τους εαυτούς σας μέσα εις την αγάπην του Θεού, περιμένοντες με εμπιστοσύνην και υπομονήν το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια να αξιωθήτε έτσι να εισέλθετε εις την αιώνιον ζωήν. 21 φυλάξατε καὶ διατηρήσατε τοὺς ἑαυτούς σας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, περιμένοντες μετὰ πεποιθήσεως καὶ ἐμπιστοσύνης τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ ἐπιτύχωμεν δι’ αὐτοῦ τὴν αἰώνιον ζωήν.
22 καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι, 22 Και εις άλλους μεν να δείχνετε έλεος και καλωσύνην, συνομιλούντες και καθοδηγούντες αυτούς εις την γνώσιν του αληθινού Θεού, 22 Καὶ εἰς ἄλλους μὲν νὰ δεικνύετε ἔλεος καὶ συμπάθειαν συζητοῦντες μαζί των καὶ πείθοντες αὐτοὺς περὶ τῶν πλανῶν των.
23 οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα. 23 άλλους δε με φόβον και σύνεσιν μήπως και σεις βλαβήτε από το κακόν των παράδειγμα, αγωνισθήτε να τους σώζετε, αρπάζοντες αυτούς από την φωτιάν των θανασίμων κινδύνων της αμαρτίας και μισούντες σαν ρυπαρόν χιτώνα την ζωήν, την μολυσμένην από τας αμαρτίας και τα πάθη της σαρκός. 23 Ἄλλους δὲ μὲ φόβον, μήπως βλαβῆτε ἐκ τῆς μετ’ αὐτὸν συναναστροφῆς, νὰ προσπαθῆτε νὰ τοὺς σώσετε, ἀποσπῶντες αὐτοὺς ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ ἔσχατου κινδύνου καὶ μισοῦντες σὰν ἄλλο βρωμερὸν ὑποκάμισον τὸν βίον τὸν μολυσμένον ἀπὸ τὰ πάθη τῆς σαρκός.
24 Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει, 24 Εις αυτόν δε, ο οποίος ημπορεί να σας προφυλάξη και διατηρήση απταίστους και να σας παρουσιάση εμπρός εις την άπειρον δόξαν του ακηλιδώτους και αγνούς, γεμάτους αγαλλίασιν, 24 Εἰς αὐτὸν δέ, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ σᾶς φυλάξῃ χωρὶς σκόνταμμα καὶ νὰ σᾶς κάμῃ νὰ σταθῆτε ἄμωμοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως ἐμπρὸς εἰς τὴν δόξαν του, γεμᾶτοι χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν αἰωνίαν σωτηρίαν σας,
25 μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 25 στον μόνον σοφόν Θεόν, τον Σωτήρα μας, ας είναι η άπειρος δόξα και μεγαλειότης, η απόλυτος κυριαρχία και εξουσία και τώρα και εις όλους τους αιώνας. Αμήν. 25 τὸν μόνον σοφὸν Θεόν, τὸν Σωτῆρα μας, ἂς εἶναι δόξα καὶ εὐλαβὴς ἀναγνώρισις τοῦ μεγαλείου τοῦ, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ τώρα καὶ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.