Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν. διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν. | 1 Ιδέτε πόσον πλουσίαν και θαυμαστήν αγάπην μας έχει δώσει ο Πατήρ, ώστε να ονομασθώμεν τέκνα του Θεού. Δια τούτο ο κόσμος δεν μας κατανοεί, διότι δεν εγνώρισε και δεν κατενόησεν τον Θεόν, προς τον οποίον, καθό τέκνα του, ομοιάζομεν. | 1 Ναί, ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἴδετε πόσον μεγάλην καὶ θαυμαστὴν ἀγάπην μᾶς ἔχει δώσει ὁ πατήρ, ὥστε νὰ ὀνομασθῶμεν τέκνα Θεοῦ. Δι’ αὐτὸ ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος τῶν ἀνθρώπων δὲν μᾶς νοιώθει καὶ δὲν μᾶς γνωρίζει, διότι δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν, τὸν Θεόν, πρὸς τὸν ὁποῖον ἠθικῶς ὁμοιάζομεν. |
2 Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι. | 2 Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα του Θεού, αλλ' ακόμη δεν έχει φανερωθή τι θα είμεθα στο μέλλον. Γνωρίζομεν όμως ότι όταν ο Χριστός φανερωθή με όλην αυτού την δόξαν, θα γίνωμεν και ημείς όμοιοι με αυτόν κατά την δόξαν, διότι θα τον ίδωμεν όπως είναι εις όλην του την θείαν δόξαν, η οποία θα είναι και ιδική μας δόξα. | 2 Ἀγαπητοί, τώρα εἴμεθα τέκνα Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐφανερὠθη ἀκόμη, τί θὰ εἴμεθα εἰς τὸ μέλλον. Γνωρίζομεν ὅμως, ὅτι ἐὰν φανερωθῇ ὁ Χριστός, θὰ γίνωμεν ὅμοιοί του κατὰ τὴν δόξαν, διότι θὰ τὸν ἴδωμεν ὅπως εἶναι, εἰς τὴν κατάστασιν τῆς θείας δόξης, ἡ ὁποία ὡς εἰς ἄλλους πνευματικοὺς καθρέπτας θὰ καθρεπτισθῇ καὶ θὰ λάμψῃ καὶ εἰς ἡμᾶς. |
3 καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ’ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτὸν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι. | 3 Και ο καθένας που έχει και κρατεί σφικτά αυτήν την ελπίδα στον Χριστόν, καθαρίζει και κρατεί τον ευατόν του αγνόν από κάθε αμαρτίαν, όπως και εκείνος είναι ο απόλυτα καθαρός και άγιος. | 3 Καὶ καθένας ποὺ ἔχει καὶ κρατεῖ στερεὰ τὴν ἐλπίδα ταύτην εἰς αὐτόν, τὸν Χριστόν, καθαρίζει τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, καθὼς καὶ ἐκεῖνος εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος. Μόνον οἱ ἁγνοὶ καὶ καθαροὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ἴδουν τὸν καθαρὸν καὶ ἅγιον. |
4 Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία. | 4 Καθένας, ο οποίος πράττει την αμαρτίαν, διαπράττει και την παρανομίαν, διότι καταπατεί τον νόμον του Θεού. Και η αμαρτία είναι καταπάτησις του θείου Νομου. | 4 Κάθε ἕνας ποὺ κάμνει τὴν ἁμαρτίαν, κάμνει καὶ τὴν ἀνομίαν. Παραβιάζει δηλαδὴ καὶ ἀθετεῖ καὶ περιφρονεῖ οὗτος τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐπανάστασις κατὰ τοῦ νόμου καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀνατροπὴν τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. |
5 καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι. | 5 Γνωρίζετε δε, ότι ο Χριστός εφανερώθη ως άνθρωπος εις την γην, δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη τας αμαρτίας μας, και αμαρτίας δεν υπάρχει καμμιά εις αυτόν, διότι είναι άγιος και απολύτως αναμάρτητος. | 5 Καὶ ἠξεύρετε, ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει ἐν αὐτῷ, διότι παρέμεινε καθ’ ὅλον του τὸν βίον ἀπολύτως ἀναμάρτητος. |
6 πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν. | 6 Καθένας που έχει κοινωνίαν με αυτόν και μένει εν τη κοινωνία με αυτόν, δεν αμαρτάνει. Καθένας όμως που αμαρτάνει, δεν τον έχει αισθανθή με τα μάτια της ψυχής του και δεν τον έχει γνωρίσει ως Θεόν και λυτρωτήν του. | 6 Καθένας λοιπὸν ποὺ μένει μέσα εἰς αὐτὸν καὶ εἶναι πάντοτε ἐνωμένος μαζί του, δὲν ἁμαρτάνει· καθένας δὲ ποὺ ἁμαρτάνῃ, δὲν τὸν ἔχει αἰσθανθῆ ἐσωτερικῶς μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν τὸν ἔχει γνωρίσει διὰ τῆς πείρας. |
7 Τεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς· ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός ἐστιν· | 7 Αγαπητά μου παιδιά, ας μη σας παραπλανά και σας εξαπατά κανείς με παραπλανητικάς και δολίας διδασκαλίας. Εκείνος που τηρεί δικαιοσύνην και έχει βίον ενάρετον, είναι δίκαιος, όπως και ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός είναι δίκαιος. | 7 Παιδάκια μου, ἂς μὴ σᾶς πλανᾷ κανείς, ὀσονδήποτε πιθανὰ καὶ ἂν φαίνωνται τὰ ἐπιχειρήματά του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτή· ἐκεῖνος, ποὺ ἐξασκεῖ εἰς τὸν βίον του τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἀρετήν, εἶναι δίκαιος, ὅπως καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶναι δίκαιος, καὶ μόνος αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸν δίκαιον Ἰησοῦν καὶ εἶναι ἐνωμένος μαζί του. |
8 ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει. εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. | 8 Εκείνος που επιμένει να πράττη την αμαρτίαν είναι από τον διάβολον, διότι ο διάβολος εξ αρχής με πείσμα εναντίον του Θεού αμαρτάνει. Δι' αυτόν δε τον σκοπόν ο Υιός του Θεού εφανερώθη ως άνθρωπος επί της γης, δια να καταλύση και καταστρέψη εντελώς τα έργα του διαβόλου. | 8 Ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιμένῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, κατάγεται ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ ἔχει σχέσιν καὶ στενὴν γνωριμίαν μὲ τὸν διάβολον. Καὶ κατάγεται οὖτος ἀπὸ τὸν διάβολον, διότι ἐξ ἀρχ·ης ὁ διάβολος μὲ πεῖσμα πολὺ ἁμαρτάνῃ. Πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν σκοπὸν ἐφανερώθη ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ καταλύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. |
9 Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται. | 9 Καθένας που έχει γεννηθή από τον Θεόν, δεν πράττει την αμαρτίαν, διότι έχει μέσα του ως μόνιμον κατάστασιν την νέαν ζωήν, που του έχει μεταδώσει και φυτεύσει ο Θεός. Και ένας τέτοιος άνθρωπος, που έχει δώσει οριστικώς την θέλησίν του στον Θεόν και την αρετήν, είναι ηθικώς αδύνατον να αμαρτάνη, διότι έχει αναγεννηθή, έχει αποκτήσει το καθ' ομοίωσιν Θεού. | 9 Καθένας ποὺ ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν πράττῃ ποτὲ θεληματικῶς καὶ μὲ ψυχρὸν ὑπολογισμὸν καμμίαν ἁμαρτίαν. Διότι ἡ νέα ζωή, ποὺ τοῦ μετέδωκε διὰ τοῦ Πνεύματός του ὁ Θεός, μένῃ μέσα του. Καὶ ἡ θέλησίς του ἀποκτᾷ τέτοιαν συνήθειαν εἰς τὴν ἀρετήν, ὥστε δὲν δύναται οὗτος νὰ ἁμαρτάνῃ, διότι ἔχῃ γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ ὁμοιάζει πρὸς τὸν Θεόν. |
10 ἐν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. | 10 Και εις αυτό ακριβώς το σημείον είναι φανερά και ξεχωρίζουν τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Καθένας δηλαδή που δεν ζη βίον ενάρετον, δεν είναι από τον Θεόν, δεν έχει πατέρα τον Θεόν, όπως επίσης και εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν του. | 10 Αύτὸ εἶναι τὸ διακριτικὸν γνώρισμα, μὲ τὸ ὁποῖον γίνονται εἰς ὅλους φανερὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Καθένας δηλαδή, ποὺ δὲν ἀσκεῖ εἰς τὸν βίον τοῦυπᾶσαν ἀρετήν, αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ δὲν ἔχει πατέρα τὸν Θεόν. Τὸ ἴδιον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του Χριστιανόν, δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. |
11 ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ’ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, | 11 Διότι αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή, την οποίαν έχετε ακούσει από την αρχήν που επιστεύσατε στον Χριστόν, το να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον. | 11 Καὶ δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ αὐτός, ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κύριον παράγγελμα, ποὺ σᾶς ἐγνωστοποιήθη μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ ὁποῖον ἠκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπιστροφῆς σας εἰς τὸν Χριστόν, τὸ νὰ ἀγαπῶμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. |
12 οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια. | 12 Και να μη ομοιάζωμεν με τον Καϊν, ο οποίος έσφαξε κατά τον πλέον σκληρόν και απάνθρωπον τρόπον τον αδελφόν του. Και διατί τον έσφαξε; Διότι τα ιδικά του έργα ήσαν πονηρά, ενώ τα έργα του αδελφού του ήσαν δίκαια. (Κατά κανόνα δε ο μοχθηρός και κακός μισεί, θανασίμως τον δίκαιον). | 12 Καὶ ἂς μὴ τρέφωμεν αἰσθήματα ὅμοια πρὸς τοῦ Κάϊν, ὁ ὁποῖος ἦτο τέκνον τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ ἔσφαξεν ἄσπλαγχνα τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατὶ τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἔργα του ἦσαν πονηρά, τὰ δὲ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ του ἦσαν δίκαια, ἡ ἀρετὴ δὲ καὶ ἡ δικαιοσύνη προκαλεῖ τὴν ἀντιπάθειαν τοῦ διαβόλου καὶ τῶν πονηρῶν παιδιῶν του. |
13 Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί, εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. | 13 Μην απορείτε, λοιπόν, αδελφοί μου, εάν σας μισή ο κόσμος. | 13 Μὴ παραξενεύεσθε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐὰν σᾶς μισῇ ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος. |
14 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ. | 14 Ημείς γνωρίζομεν καλά ότι έχομεν μεταβή από τον πνευματικόν θάνατον εις την πνευματικήν και αιωνίαν ζωήν, διότι αγαπώμεν τους αδελφούς. Εκείνος όμως που δεν αγαπά τον αδελφόν μένει εις την κατάστασιν του πνευματικού θανάτου. | 14 Ἡμεῖς ἠξεύρομεν ἐκ πείρας, ὅτι ἔχομεν μεταβῆ ἀπὸ τὸν πνευματικὸν θάνατον εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν. Καὶ τὸ ἠξεύρομεν, διότι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του, ἑξακολουθεῖ νὰ παραμένῃ εἰς τὸν πνευματικὸν θάνατον. |
15 πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν. | 15 Καθένας που μισεί τον αδελφόν του, είναι φονιάς, (διότι το μίσος εμπνέει τον φόβον και τον όλεθρον του μισουμένου). Και γνωρίζετε καλά, ότι κάθε φονιάς δεν έχει ζωήν αιώνιον, η οποία να μένη μέσα του ως μόνιμος κατάστασις. | 15 Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφόν του, εἶναι φονεύς, διότι ἔχει μέσα του διάθεσιν φονικὴν καὶ θέλει τὴν καταστροφὴν καὶ τὸν θάνατον τοῦ μισουμένου. Καὶ ἠξεύρετε, ὅτι κάθε φονεὺς δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον, ἡ ὁποία νὰ μένῃ μέσα του. |
16 ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι. | 16 Εχομεν δε γνωρίσει ποία ακριβώς είναι η αγάπη με αυτό, με το ότι δηλαδή ο Χριστός, από άπειρον αγάπην κινούμενος, παρέδωκε την ζωήν του στον σταυρικόν θάνατον προς χάριν ημών. Ετσι επομένως και ημείς έχομεν υποχρέωσιν, σύμφωνα με το παράδειγμά του, να θυσιάζωμεν και την ζωήν μας υπέρ των αδελφών μας (και όχι όπως ο Καϊν να αφαιρούμεν την ζωήν των η καθ' οιανδήποτε τρόπον να αδικούμεν αυτούς). | 16 Μὲ αὐτὸ δὲ ἔχομεν μάθει, τί εἶναι ἡ ἀγάπη· μὲ τὸ ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος (ὁ Χριστός) διὰ τὴν σωτηρίαν μας παρέδωκε προθύμως εἰς θάνατον τὴν ζωήν του. Κατὰ συνέπειαν δὲ καὶ ἡμεῖς ἔχομεν ὑποχρέωσιν σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο νὰ παραδίδωμεν τὴν ζωήν μας ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ ὄχι νὰ θέλωμεν να ἀφαιρέσωμεν τὴν ζωὴν αὐτῶν. |
17 ὃς δ’ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ; | 17 Οποίος όμως έχει τα αγαθά του κόσμου (που κάμνουν άνετον την ζωήν) και βλέπει τον αδελφόν του να έχη ανάγκην, κλείσει δε τα σπλάγχνα του και μείνει αναίσθητος εις την δυστυχίαν εκείνου, πως είναι δυνατόν η αγάπη του Θεού να μένη μέσα του; | 17 Ὅποιος ὅμως ἔχει τὰ πλούτη τοῦ κόσμου καὶ παρατηρεῖ τὸν ἀδελφόν του, ὅτι οὗτος ἔχει ἀνάγκην, καὶ κλείσῃ τὴν καρδίαν του καὶ τὰ σπλάγχνα του ἀπὸ αὐτόν, ὥστε νὰ μὴ αἴσθανθῇ καμμίαν συμπάθειαν διὰ τὴν δυστυχίαν του, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν νὰ μένῃ μέσα του; |
18 Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ. | 18 Αγαπημένα μου παιδιά, ας μη αγαπώμεν με τα λόγια μόνον και με την γλώσσαν, αλλ' ας αγαπώμεν με τα έργα της καλωσύνης και με την ειλικρίνειάν που επιβάλλει ο Θεός. | 18 Παιδάκια μου, ἂς μὴ ἀγαπῶμεν μὲ λόγια καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν μόνον, ἀλλ’ ἂς ἀγαπῶμεν μὲ ἔργα εὐεργετικὰ καὶ ὄχι ψεύτικα, ἀλλὰ ἀληθινά. |
19 καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν, | 19 Και με αυτό, δηλαδή με την ειλικρινή αγάπην και αγαθοεργίαν, γνωρίζομεν ότι καταγόμεθα από την αλήθειαν, από τον Θεόν, ο οποίος είναι η αλήθεια. Επειδή δε τοιαύτην έχομεν την καταγωγήν και αγωνιζόμεθα να ασκούμεν την αγάπην, θα πείσωμεν και θα ειρηνεύσωμεν τας συνειδήσεις μας, ενώπιον του Θεού, ότι ορθώς πράττομεν. | 19 Καὶ μὲ αὐτό, ἤτοι μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπην καὶ τὴν εὐεργεσίαν, γνωρίζομεν ὅτι καταγόμεθα ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔχομεν ἀναγεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ὅταν ἔχωμεν τὴν ἀγάπην αὐτήν, θὰ καθησυχάσωμεν ἐνώπιόν του τὰς συνειδήσεις μας καὶ δὲν θὰ μᾶς τύπτουν αὗται ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, |
20 ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα. | 20 Εάν όμως μας κατηγορή η συνείδησις, ότι με τα λόγια μόνον αγαπώμεν τον αδελφόν, πολύ περισσότερον θα μας κατηγορήση ο Θεός, ο οποίος είναι βέβαια απείρως ανώτερος από την συνείδησίν μας και γνωρίζει πλήρως και τελείως, καλύτερα από αυτήν, τα πάντα. | 20 εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν μᾶς κατηγοροῦν αὗται. Καὶ θὰ καθησυχάσωμεν τὰς συνειδήσεις μας, διότι ὁ Θεὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὰς συνειδήσεις μας καὶ ἠξεύρει τελείως καὶ καλύτερα ἀπὸ αὐτὰς ὅλα τὰ σφάλματά μας καὶ ὅλας τὰς τύψεις μας. Ἠξεύρει τὴν ἐνοχήν μας. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ γινώσκων τὰ πάντα Θεὸς πείθει ἡμᾶς, ὅτι εἴμεθα τέκνα του, δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ κατακριθῶμεν. |
21 ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν, | 21 Αγαπητοί, εάν η συνείδησίς μας δεν μας κατηγορή, τότε έχομεν θάρρος προς τον Θεόν, | 21 Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ συνείδησίς μας δὲν μᾶς κατηγορῇ, ἔχομεν θάρρος πρὸς τὸν Θεόν. |
22 καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ’ αὐτοῦ, ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν. | 22 και ο,τιδήποτε και αν του ζητούμεν, το λαμβάνομεν από αυτόν, διότι τηρούμεν τας εντολάς του και πράττομεν αυτά, που του είναι ευάρεστα. Και γινόμεθα έτσι τέκνα των ευλογιών του. | 22 Καὶ ὀ,τιδήποτε τοῦ ζητοῦμεν διὰ τῆς προσευχῆς, τὸ λαμβάνομεν ἀπὸ αὐτόν. Καὶ τὸ λαμβάνομεν, διότι τηροῦμεν τὰς ἐντολάς του καὶ πράττομεν αὐτά, ποὺ τοῦ ἀρέσουν. |
23 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, καθὼς ἔδωκεν ἐντολὴν. | 23 Λοιπόν αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή του, να πιστεύωμεν δηλαδή στο όνομα του Υιού του, Ιησού Χριστού, και να αγαπώμεν με ειλικρίνειαν ο ένας τον άλλον σύμφωνα με την εντολήν της αγάπης που μας έδωσεν ο Χριστός. | 23 Αἱ ἐντολαὶ δὲ τοῦ Θεοῦ περιλαμβάνονται εἰς μίαν ἐντολήν. Καὶ ἡ ἐντολή του εἶναι αὐτή, νὰ πιστεύσωμεν δηλαδὴ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ του Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀγαπῶμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καθὼς ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ ἀγαπῶμεν. |
24 καὶ ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν αὐτῷ. καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν. | 24 Και εκείνος, που τηρεί τας εντολάς του Θεού, μένει στον Θεόν και ο Θεός μένει εις αυτόν. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπον έχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως, και γνωρίζομεν οτι ο Θεός μένει μέσα μας, από το Πνεύμα που μας έχει δώσει και το οποίον μας πληροφορεί δια την κοινωνίαν και ενότητα μας με τον Θεόν. | 24 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ τηρεῖ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, μένει μέσα εἰς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς μένει μέσα εἰς αὐτόν. Εἶναι δηλαδὴ οὖτος ἐνωμένος μὲ τὸν Θεόν. Ἔχομεν δὲ μέσον διὰ νὰ γνωρίσωμεν μὲ βεβαιότητα, ἐὰν εἴμεθα ἐνωμένοι μὲ τὸν Θεόν καὶ ἐὰν πράγματι ὁ Θεὸς μένῃ μέσα μας. Μὲ τοῦτο δηλαδὴ βεβαιούμεθα, ὅτι ὁ Θεὸς μένει μέσα μας, μὲ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον μᾶς ἔδωκε καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς δίδει τὴν πληροφορίαν αὐτήν. |