(από το ύπατος) = ο ανώτατος σε ικανότητα.
Kείται θαλάσσης Yπάτιος πλησίον,Oς υπακούει συν Θεού φίλοις άνω.
Ο Όσιος Υπάτιος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Ονωρίου και Αρκαδίου (395-480) και γεννήθηκε στη Φρυγία. Δεκαοκτώ χρονών έφυγε από τη πατρίδα του και πήγε στη Θράκη, οπου έγινε μοναχός και ασκήτευε σε κάποιο κοινόβιο. Από τη Θράκη, με άδεια του ηγουμένου του πήγε στη Χαλκηδόνα με συνοδεία δύο άλλων μοναχών και εκεί βρήκε τη Μονή του Ρουφίνου ακατοίκητη, έρημη και άγρια. Τότε ο Υπάτιος, μαζί με τους συνοδίτες του, την καθάρισε από τα αγκάθια και τα τριβόλια, που είχαν φυτρώσει από την πολυκαιρία και την έκανε κατοικήσιμη. Διότι από τον θάνατο του κτίτορα της Μονής Ρουφίνου, ο οποίος και τάφηκε σ' αυτή, οι μοναχοί εγκατέλειψαν αυτή και έτσι ερημώθηκε. Στη Μονή αυτή ο Υπάτιος, μαζί με άλλους μοναχούς, πέρασε αρκετά χρόνια, εργαζόμενος και τρεφόμενος από το εργόχειρό του. Αλλά κατόπιν έφυγε και πήγε πάλι στο προηγούμενο κοινόβιο του στη Θράκη. Όμως, οι μοναχοί της Μονής Ρουφίνου, ήλθαν τον ζήτησαν και τελικά τον πήραν στη Μονή τους σαν ηγούμενο. Έτσι, αφού έζησε με οσιότητα και έκανε αρκετά θαύματα απεβίωσε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα. (Περιττώς επαναλαμβάνεται ή μνήμη του, από ορισμένους Συναξαριστές και την 29η Μαΐου).