Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΑΝΙΗΛ - ΣΩΣΑΝΝΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ενσωματωμένο στο Βιβλίο του Δανιήλ Ενσωματωμένο στο Βιβλίο του Δανιήλ
1 ΚΑΙ ἦν ἀνὴρ οἰκῶν ἐν Βαβυλῶνι, καὶ ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωακείμ. 1 Υπήρχεν ένας ανήρ, κάτοικος της Βαβυλώνος, ο οποίος ωνομάζετο Ιωακείμ. 1 Υπῆρχε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων κάποιος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ ὠνομάζετο Ἰωακείμ.
2 καὶ ἔλαβε γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Σωσάννα, θυγάτηρ Χελκίου, καλὴ σφόδρα καὶ φοβουμένη τὸν Κύριον· 2 Αυτός επήρεν ως σύζυγον του μίαν γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Σωσάννα και ήτο θυγάτηρ του Χελκίου. Αυτή ήτο ωραιοτάτη και πολύ ευσεβής ενώπιον του Κυρίου. 2 Αὐτὸς ἐνυμφεύθη μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία ὠνομάζετο Σωσάννα καὶ ἦταν κόρη τοῦ Χελκίου.Ἡ Σωσάννα ἦταν πάρα πολὺ ὡραία, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ εὐσεβὴς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
3 καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς δίκαιοι καὶ ἐδίδαξαν τὴν θυγατέρα αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ. 3 Αλλά και οι γονείς της επίσης ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Εδίδαξαν δε και εμόρφωσαν την θυγατέρα αυτών σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως. 3 Καὶ οἱ γονεῖς της ἐπίσης ἦσαν εὐσεβεῖς, ἀγαθοὶ καὶ ἐνάρετοι, ἐδίδαξαν δὲ καὶ καθωδήγησαν τὴν θυγατέρα των σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσῆ.
4 καὶ ἦν ᾿Ιωακεὶμ πλούσιος σφόδρα, καὶ ἦν αὐτῷ παράδεισος γειτνιῶν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· καὶ πρὸς αὐτὸν προσήγοντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐνδοξότερον πάντων. 4 Ο Ιωακείμ ήτο πολύ πλούσιος, είχε δε πλησίον της οικίας του ένα ωραίον δενδροφυτευμένον κήπον. Εις τον οίκον του Ιωακείμ προσήρχοντο τακτικά οι Ιουδαίοι, διότι αυτός ήτο ο επισημότερος μεταξύ όλων των εκεί εγκατεστημένων Ιουδαίων. 4 Ἦταν δὲ ὁ Ἰωακεὶμ πάρα πολὺ πλούσιος καὶ εἶχε κοντὰ εἰς τὸ σπίτι του εὐρύχωρον, ὡραῖον, δενδροφυτευμένον κῆπον.Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νὰ ἐπισκέπτωνται καὶ νὰ συχνάζουν πλησίον τοῦ Ἰωακείμ, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ πλέον ἔνδοξος καὶ σεβαστὸς μεταξὺ ὅλων τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
5 καὶ ἀπεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι ἐκ τοῦ λαοῦ κριταὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, περὶ ὧν ἐλάλησεν ὁ δεσπότης, ὅτι ἐξῆλθεν ἀνομία ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων κριτῶν, οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν τὸν λαόν. 5 Κατά το έτος εκείνο ανεδείχθησαν ως δικασταί του λαού δύο κατά την ηλικίαν πρεσβύτεροι Ιουδαίοι. Δια κάτι τέτοιους τύπους είχεν είπει κάπου ο Κυριος· η παρανομία εβγήκεν από την Βαβυλώνα, από γέροντας δικαστάς οι οποίοι εθεωρούντο και ενεφανίζοντο ως κυβερνήται του λαού. 5 Ἐξελέγησαν δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ ὡρίσθησαν κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο δύο πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἡλικίαν, διὰ νὰ ἐνεργοῦν ὡς κριταὶ καὶ δικασταί.Διὰ τοὺς τέτοιου εἴδους ἀνόμους κριτὰς ὁ Κύριος εἶπεν: <Ἡ παρανομία ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, ἀπὸ πρεσβυτέρους κατὰ τὴν ἡλικίαν κριτάς, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζοντο καὶ ἐκαμάρωναν ὡς κυβερνῆται καὶ καθοδηγηταὶ τοῦ λαοῦ>!
6 οὗτοι προσεκαρτέρουν ἐν τῇ οἰκίᾳ ᾿Ιωκείμ, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτοὺς πάντες οἱ κρινόμενοι. 6 Αυτοί προσήρχοντο συχνότερον και έμενον επί μακρότερον χρόνον εις την οικίαν του Ιωακείμ. Προς αυτούς δε προσήρχοντο και όλοι οι Ιουδαίοι, όσοι είχαν μεταξύ των διαφοράς. 6 Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὡς δικασταὶ ποὺ ἦσαν, ἐσύχναζαν καὶ παρέμεναν ἐπὶ μακρὰν χρόνον εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Σωσάννας, τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς δικαστήριον τῶν Ἰουδαίων.Εἰς τοὺς πρεσβυτέρους δὲ αὐτοὺς προσήρχοντο καὶ προσέφευγαν ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεταξύ των διαφορὲς πρὸς ἐκδίκασιν.
7 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἀπέτρεχεν ὁ λαὸς μέσον ἡμέρας, εἰσεπορεύετο Σωσάννα καὶ περιεπάτει ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς. 7 Κατά την μεσημβρίαν, όταν οι επισκέπται απήρχοντο, η Σωσάννα έκαμνε τον περίπατόν της στον κήπον του ανδρός της. 7 Συνέβαινε δὲ τοῦτο: Ὅταν πλέον ὁ λαὸς ἀπέσυρετο καὶ ἔφευγε κατὰ τὸ μεσημέρι, ἡ Σωσάννα ἐπήγαινε καὶ ἔκαμνε τὸν περίπατόν της εἰς τὸν κῆπον τοῦ συζύγου της.
8 καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι καθ᾿ ἡμέραν εἰσπορευομένην καὶ περιπατοῦσαν καὶ ἐγένοντο ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτῆς. 8 Οι δύο αυτοί προχωρημένης ηλικίας δικασταί την περιειργάζοντο κάθε ημέραν, όταν αυτή εισήρχετο στον κήπον και περιπατούσε. Εκυριεύθησαν δε από πονηράν σαρκικήν επιθυμίαν δι' αυτήν. 8 Οἱ δύο πρεσβύτεροι - δικασταὶ τὴν ἔβλεπαν μὲ προσοχὴν καὶ τὴν παρακολουθοῦσαν μὲ ἔνοχον περιέργειαν κάθε ἡμέραν, ὅταν αὐτὴ εἰσήρχετο καὶ ἔκαμνε τὸν περίπατόν της εἰς τὸν κήπον· ἡ συχνὴ αὐτὴ θέα ἔγινε ἀφορμὴ ὥστε νὰ κυριευθοῦν οἱ δύο πρεσβύτεροι ἀπὸ ἁμαρτωλὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν πρὸς αὐτήν.
9 καὶ διέστρεψαν τὸν ἑαυτῶν νοῦν καὶ ἐξέκλιναν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τὸν οὐρανόν, μηδὲ μνημονεύειν κριμάτων δικαίων. 9 Ο νους των διεστράφη και εσκοτίσθη και δεν ηθέλησαν να ανυψώσουν τα βλέμματά των προς τον ουρανόν, προς τον δίκαιον και παντεπόπτην Θεόν, ούτε και να ενθυμηθούν τας δικαίας εντολάς και κρίσστου Θεού. 9 Ἀπὸ τὴν θέαν αὐτὴν ἡ λογικὴ σκέψις των παρεμορφώθη, ὁ νοῦς των ἐσκοτίσθη καὶ διεστράφη, καὶ δὲν κατέβαλαν καμμίαν προσπάθειαν εἰς τὸ νὰ στρέφουν τὰ βλέμματά των εἰς τὸν Οὐρανόν, εἰς τὸν δίκαιον καὶ πανάγιον Θεόν, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐνεθυμήθησαν τὶς δίκαιες ἐντολὲς καὶ κρίσεις τοῦ Θεοῦ.
10 καὶ ἦσαν ἀμφότεροι κατανενυγμένοι περὶ αὐτῆς καὶ οὐκ ἀνήγγειλαν ἀλλήλοις τὴν ὀδύνην αὐτῶν, 10 Είχαν και οι δύο πληγωθή από το σαρκικόν πάθος των προς αυτήν. Δεν ανεκοίνωσαν δε ο ενας προς τον άλλον τον εσωτερικόν των πόνον από την σφοδρότητα του σαρκικού πάθους, 10 Εἶχαν δὲ καὶ οἱ δύο κυριευθῆ καὶ πληγωθῆ ἀπὸ τὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν των πρὸς αὐτήν· ὅμως δὲν ἐγνωστοποίησεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὸν πόνον ποὺ ἐδοκίμαζαν εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς των ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ σαρκικοῦ πάθους,
11 ὅτι ᾐσχύνοντο ἀναγγεῖλαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ὅτι ἤθελον συγγενέσθαι αὐτῇ. 11 διότι εντρεποντο να καταστήση ο ενας προς τον άλλον γνωστήν την επιθυμίαν των, ότι δηλαδή είχαν πόθον να έλθουν εις σαρκικήν ένωσιν με εκείνην. 11 διότι ἐντρέποντο νὰ ἀναγγείλῃ ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν λάγνον ἐπιθυμίαν ποὺ εἶχαν, νὰ ἔλθουν εἰς σαρκικὴν σχέσιν μὲ αὐτήν.
12 καὶ παρετηροῦσαν φιλοτίμως καθ' ἡμέραν ὁρᾶν αὐτήν. 12 Με επιμονήν δε εξεμεταλλεύοντο κάθε ευκαιρίαν, δια να την παρακολουθούν και να την βλέπουν κάθε ημέραν. 12 Συνέχιζαν δὲ μὲ ἐπιμονήν, ἀνυπομονησίαν καὶ ἁμαρτωλὸν πόθον νὰ τὴν παρακολουθοῦν καὶ νὰ τὴν προσέχουν κάθε ἡμέραν.
13 καὶ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· πορευθῶμεν δὴ εἰς οἶκον, ὅτι ἀρίστου ὥρα ἐστί. καὶ ἐξελθόντες διεχωρίσθησαν ἀπ' ἀλλήλων, 13 Καποιαν μεσημβρίαν, όταν όλοι είχαν αποχωρήσει, είπεν ο ενας στον άλλον· “ας πάμε πλέον στο σπίτι μας, διότι τώρα είναι ώρα του γεύματος”. Εβγήκαν από τον κήπον και εχωρίσθησαν ο ενας από τον άλλον. 13 Ἕνα μεσημέρι, ὅταν ὡς συνήθως εἶχεν ἀποχωρήσει ὁ λαός, οἱ δύο πρεσβύτεροι - δικασταὶ <προσπαθοῦντες νὰ ἐξαπατήσουν ἀλλήλους> εἶπαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον: <Ἂς πάμε λοιπὸν εἰς τὸ σπίτι μας, διότι εἶναι ἡ ὥρα τοῦ γεύματος>.Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐχωρίσθησαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.
14 καὶ ἀνακάμψαντες ἦλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν αἰτίαν, ὡμολόγησαν τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν· καὶ τότε κοινῇ συνετάξαντο καιρὸν ὅτε αὐτὴν δυνήσονται εὑρεῖν μόνην. 14 Ομως ο καθένας ιδιαιτέρως επέστρεψεν στον κήπον του Ιωακείμ, συνηντήθησαν, χωρίς να το θέλουν, και ηρώτησαν ο ένας τον άλλον την αιτίαν, δια την οποίαν επέστρεψαν. Ωμολόγησαν και οι δύο την επιθυμίαν των. Τοτε συνεφώνησαν μεταξύ των και ώρισαν καιρόν, κατά τον οποίον θα ημπορούσαν να εύρουν αυτήν μόνην. 14 Ἐχωρίσθησαν ὅμως προσωρινῶς· διότι, ἀφοῦ ἐπέστρεψαν πάλιν ὁ καθένας χωριστά, σννηντήθησαν, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν, εἰς τὸ ἴδιον μέρος, εἰς τὸν κῆπον, καὶ οἱ δύο! Μὴ δυνάμενοι δὲ πλέον νὰ κρύπτωνται μεταξύ των, ἠρώτησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον τὸν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον ἐπέστρεψαν ὡμολόγησαν δὲ καὶ οἱ δύο τὴν ἀσελγῆ ἐπιθυμίαν των.Τότε συνεφώνησαν μεταξύ των καὶ ὥρισαν χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἠμποροῦσαν νὰ εὔρουν μόνην της τὴν Σωσάνναν.
15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ παρατηρεῖν αὐτοὺς ἡμέραν εὔθετον εἰσῆλθέ ποτε καθὼς ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡμέρας μετὰ δύο μόνων κορασίων καὶ ἐπεθύμησε λούσασθαι ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅτι καῦμα ἦν. 15 Συνέβη δέ, ενώ αυτοί επερίμεναν να εύρουν την κατάλληλον ημέραν, η Σωσάννα, όπως εσυνήθιζε και κατά τας άλλας ημέρας, εισήλθεν στον κήπον, συνοδευομένη από δύο μόνον μικράς υπηρετρίας χωρίς κανένα άλλον, δια να λουσθή στον κήπον, διότι έκαμνε ζέστη. 15 Σννέβη λοιπὸν τοῦτο: Ἐνῷ οἱ δύο πρεσβύτεροι ἐπερίμεναν τὴν κατάλληλον ἡμέραν διὰ νὰ τὴν εὔρουν μόνην της καὶ πραγματοποιήσουν τὸν σκοπόν των, ἡ Σωσάννα εἰσῆλθεν εἰς τὸν κῆπον, ὅπως συνήθιζε καὶ ἄλλοτε, χθὲς καὶ τὴν προχθεσινὴν ἡμέραν, μὲ δύο μόνον νεαρὲς ὑπηρέτριές της, διὰ νὰ λουσθῇ εἰς τὸν κῆπον, διότι ἔκαμνε ζέστην.
16 καὶ οὐκ ἦν οὐδεὶς ἐκεῖ πλὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι κεκρυμμένοι καὶ παρατηροῦντες αὐτήν. 16 Εκεί δεν υπήρχε κανένας άλλος πλην των δύο πρεσβυτέρων, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και παρατηρούσαν εμπαθώς την Σωσάνναν. 16 Ἐκεῖ δὲ εἰς τὸν κῆπον δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κρυμμένοι καὶ τὴν παρακολουθοῦσαν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν.
17 καὶ εἶπε τοῖς κορασίοις· ἐνέγκατε δή μοι ἔλαιον καὶ σμήγματα καὶ τὰς θύρας τοῦ παραδείσου κλείσατε, ὅπως λούσωμαι. 17 Η Σωσάννα είπεν εις τας δύο υπηρετρίας της· “φέρετέ μου αρωματικόν έλαιον και τα άλλα ειδκ καθαριότητος, και κλείσατε τας θύρας του κήπου, δια να λουσθώ”. 17 Ἡ Σωσάννα εἶπεν εἰς τὶς δύο νεαρὲς ὑπηρέτριές της: <Φέρετέ μου ἀρωματικὸν λάδι, βάλσαμον καὶ ἄλλα εἴδη καθαριότητος καὶ κλεῖστε τὶς θύρες τὸν κήπου, διὰ νὰ λουσθῶ>.
18 καὶ ἐποίησαν καθὼς εἶπε καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἐξῆλθαν κατὰ τὰς πλαγίας θύρας ἐνέγκαι τὰ προστεταγμένα αὐταῖς καὶ οὐκ εἴδοσαν τοὺς πρεσβυτέρους, ὅτι ἦσαν κεκρυμμένοι. 18 Αι κορασίδες εκείναι έκαμαν όπως είπεν εις αυτάς η Σωσάννα. Επειτα εβγήκαν από τας πλαγίας θύρας του κήπου, δια να φέρουν εκείνα που η κυρία των τας είχε διατάξει. Δεν είδαν δε τους πρεσβυτέρους, διότι εκείνοι ήσαν κρυμμένοι. 18 Οἱ δύο ὑπηρέτριες ἔκαμαν ὅπως τοὺς εἶπεν ἡ Σωσάννα καὶ ἔκλεισαν τὶς θύρες τοῦ κῆπου.Κατόπιν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὶς πλάγιες θύρες τοῦ κῆπου, διὰ νὰ φέρουν ἀπὸ τὸ σπίτι ὅσα τοὺς εἶχε προστάξει.Δὲν εἶδαν δὲ οἱ δύο ὑπηρέτριες τοὺς πρεσβυτέρους, διότι αὐτοὶ ἦσαν κρυμμένοι.
19 καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν τὰ κοράσια, καὶ ἀνέστησαν οἱ δύο πρεσβῦται καὶ ἐπέδραμον αὐτῇ 19 Οταν, λοιπόν, εξήλθαν τα δύο κοράσια, εσηκώθησαν οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι και έτρεξαν προς την Σωσάνναν 19 Τότε ὅμως σννέβη τοῦτο: Μόλις ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν κῆπον οἱ δύο νεαρὲς κόρες, οἱ δύο πρεσβύτεροι ἐπήδησαν ἀπὸ τὸν κρυψῶνα των, ὥρμησαν πρὸς τὴν Σωσάνναν
20 καὶ εἶπον· ἰδοὺ αἱ θύραι τοῦ παραδείσου κέκλεινται, καὶ οὐδεὶς θεωρεῖ ἡμᾶς, καὶ ἐν ἐπιθυμίᾳ σού ἐσμεν· διὸ συγκατάθου ἡμῖν καὶ γενοῦ μεθ' ἡμῶν· 20 και είπαν· “ιδού αι θύραι του κήπου είναι κλεισταί και κανείς δεν μας βλέπει. Επιθυμούμεν να ενωθούμε σαρκικώς μαζή σου. Λοιπόν, χωρίς καμμίαν αντίστασιν, ενώσου μαζή μας. 20 καὶ εἶπαν: <Ἰδού· οἱ θύρες τὸν κήπου εἶναι κλειστὲς καὶ κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει.Ποθοῦμεν νὰ σννευρεθῶμεν μαζί σου.Δῶσε λοιπὸν τὴν συγκατάθεσίν σου χωρὶς κανένα δισταγμὸν καὶ ἑνώσου μαζί μας.
21 εἰ δὲ μή, καταμαρτυρήσομέν σου ὅτι ἦν μετὰ σοῦ νεανίσκος καὶ διὰ τοῦτο ἐξαπέστειλας τὰ κοράσια ἀπὸ σοῦ. 21 Εαν τυχόν και δεν υποχωρήσης εις την πρότασίν μας, θα καταθέσωμεν μαρτυρίαν εναντίον σου, ότι κάποιος νέος ήτο μαζή σου και δι' αυτόν τον λόγον απεμάκρυνες από κοντά σου τα δύο κοράσια”. 21 Διαφορετικά, ἐὰν δὲν ὑποχωρήσῃς εἰς αὐτὸ ποὺ σοῦ προτείνομεν, θὰ μαρτυρήσωμεν ἐναντίον σου ὅτι ἦταν μαζί σου κάποιος νεαρὸς καὶ δι' αὐτὸ ἀπεμάκρυνες τὶς νεαρὲς ὑπηρέτριες ἀπὸ κοντά σου>!
22 καὶ ἀνεστέναξε Σωσάννα καὶ εἶπε· στενά μοι πάντοθεν· ἐάν τε γὰρ τοῦτο πράξω, θάνατός μοί ἐστιν, ἐάν τε μὴ πράξω, οὐκ ἐκφεύξομαι τὰς χεῖρας ὑμῶν. 22 Η Σωσσάνα ανεστέναξε και είπε· “από παντού υπάρχει στενοχωρία. Ευρίσκομαι εις αδιέξοδον, διότι εάν υποχωρήσω και πράξω αυτό, που μου προτείνετε, με περιμένει ο θάνατος που προκαλεί η αμαρτία. Εάν αρνηθώ να πράξω το πονηρόν, δεν θα γλυτώσω από τα χέρια σας. 22 Ἡ Σωσάννα ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀπειλὴν αὐτὴν ἀνεστέναξε βαθιὰ καὶ εἶπεν: <Εἶμαι στριμωγμένη, παγιδευμένη ἀπὸ παντοῦ· δὲν ὑπάρχει διέξοδος! Διότι ἐὰν συγκατατεθῶ καὶ πράξω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητεῖτε, μὲ περιμένει θάνατος· ἐὰν ἀρνηθῶ καὶ δὲν τὸ πράξω, δὲν θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὰ χέρια σας.
23 αἱρετώτερόν μοί ἐστι μὴ πράξασαν ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας ὑμῶν ἢ ἁμαρτεῖν ἐνώπιον Κυρίου. 23 Ομως είναι προτιμότερον δι' εμέ να μη αμαρτήσω και να πέσω εις τα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω ενώπιον του Κυρίου”. 23 Εἶναι προτιμότερον ὅμως εἰς ἐμὲ νὰ μὴ τὸ πράξω καὶ νὰ πέσω ἀθώα καὶ καθαρὴ εἰς τὰ χέρια σας, παρὰ νὰ ἁμαρτήσω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου>!
24 καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ δύο πρεσβῦται κατέναντι αὐτῆς. 24 Αμέσως η Σωσάννα εφώναξε με μεγάλην κραυγήν. Εφώναξαν ταυτοχρόνως και οι δύο πρεσβύτεροι, που ευρίσκοντο πλησίον της. 24 Καὶ ἀμέσως ἡ ἁγνὴ Σωσάννα ἐφώναξε μὲ πολὺ δυνατὴν φωνὴν ταυτοχρόνως ὅμως ἐφώναξαν καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι, ποὺ εὑρίσκοντο πλησίον της, διὰ νὰ καλύψουν τὴν ἐνοχήν των.
25 καὶ δραμὼν ὁ εἷς ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου. 25 Ο Ενας από αυτούς έτρεξε και ήνοιξε τας θύρας, του κήπου. 25 Ὁ ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο ἔτρεξε καὶ ἄνοιξε τὶς θύρες τοῦ κήπου.
26 ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐν τῷ παραδείσῳ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας, εἰσεπήδησαν διὰ τῆς πλαγίας θύρας ἰδεῖν τὸ συμβεβηκὸς αὐτῇ. 26 Οταν δε οι υπηρέται της οικίας του Ιωακείμ ήκουσαν τας στον κήπον κραυγάς, εισώρμησαν από την πλαγίαν θύραν του κήπου, δια να ίδουν τι είχε συμβή εις την Σωσάνναν. 26 Μόλις οἱ ὑπηρέται τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Ἰωακεὶμ ἄκουσαν τὶς δυνατὲς φωνὲς εἰς τὸν κῆπον, ὥρμησαν μέσα εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν πλαγίαν εἴσοδόν του, διὰ νὰ ἴδουν τὶ συμβαίνει εἰς τὴν κυρίαν των, τὴν Σωσάνναν.
27 ἡνίκα δὲ εἶπαν οἱ πρεσβῦται τοὺς λόγους αὐτῶν, κατῃσχύνθησαν οἱ δοῦλοι σφόδρα, ὅτι πώποτε οὐκ ἐρρήθη λόγος τοιοῦτος περὶ Σωσάννης. 27 Οταν οι δύο εκείνοι πρεσβύτεροι είπαν τας ψευδολογίας των εναντίον της Σωσάννης, κατεντροπιάσθησαν οι υπηρέται, διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε λεχθή τέτοιος πονηρός λόγος δια την Σωσάνναν. 27 Ὅταν δὲ οἱ δύο πρεσβύτεροι εἶπαν τὶς ψευδεῖς κατηγορίες των κατὰ τῆς Σωσάννας, οἱ ὑπηρέται ἐδοκίμασαν πολὺ μεγάλην ἐντροπήν, διότι οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχε λεχθῇ τέτοιος βαρὺς καὶ πονηρὸς λόγος διὰ τὴν Σωσάνναν.
28 Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον ὡς συνῆλθεν ὁ λαὸς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς ᾿Ιωακείμ, ἦλθον οἱ δύο πρεσβῦται πλήρεις τῆς ἀνόμου ἐννοίας κατὰ Σωσάννης τοῦ θανατῶσαι αὐτὴν καὶ εἶπαν ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ· 28 Κατά την επομένην ημέραν ο λαός των Ιουδαίων συνεκεντρώθη εις την οικίαν του ανδρός της Σωσάννης, του Ιωακείμ. Εκεί προσήλθον και οι δύο πρεσβύτεροι έχοντες στερεάν την απόφασιν της παρανομίας στον εσκοτισμένον νουν των εναντίον της Σωσάννης, δια να την καταδικάσουν εις θάνατον. Αυτοί λοιπόν είπαν ενώπιον όλου του λαού· 28 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν συνέβη τοῦτο: Ὅταν συνεκεντρώθη ὁ λαὸς εἰς τὸ σπίτι τοῦ συζύγου τῆς Σωσάννας, τοῦ Ἰωακείμ, προσῆλθαν οἱ δύο πρεσβύτεροι μὲ σταθερὰν εἰς τὸν νοῦν των τὴν συκοφαντικὴν καὶ ἄνομον ἀπόφασιν κατὰ τῆς Σωσάννας, διὰ νὰ τὴν καταδικάσουν εἰς θάνατον.Καὶ οἱ ἀναίσχυντοι πρεσβύτεροι ἀπηυθύνθησαν πρὸς τὸ συγκεντρωμένον πλῆθος καὶ εἶπαν:
29 ἀποστείλατε ἐπὶ Σωσάνναν θυγατέρα Χελκίου, ἥ ἐστι γυνὴ ᾿Ιωακείμ· οἱ δὲ ἀπέστειλαν. 29 “Στείλατε άνθρωπον και φέρετε εδώ την Σωσάνναν, την θυγατέρα του Χελκίου, η οποία είναι σύζυγος του Ιωακείμ”. Εκείνοι απέστειλαν προς τούτο ανθρώπους. 29 <Στείλετε κάποιον καὶ φέρετε ἐδῶ τὴν Σωσάνναν, τὴν θυγατέρα τοῦ Χελκίου, ἡ ὁποία εἶναι σύζυγος τὸν Ἰωακείμ>.Ἡ δὲ συνάθροισις τοῦ λαοῦ ἀπέστειλε διὰ τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀνθρώπους.
30 καὶ ἦλθεν αὐτὴ καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ πάντες οἱ συγγενεῖς αὐτῆς· 30 Η Σωσάννα ήλθε. Μαζή δέ με αυτήν ήλθαν οι γονείς της, τα τέκνα της και όλοι οι συγγενείς της. 30 Ἦλθεν ἡ Σωσάννα, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὴν καὶ οἱ γονεῖς της καὶ τὰ τέκνα της καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς της.
31 ἡ δὲ Σωσάννα ἦν τρυφερὰ σφόδρα καὶ καλὴ τῷ εἴδει. 31 Η Σωσάννα ήτο τρυφερώτατον και ωραιότατον πλάσμα. 31 Ἦταν δὲ ἡ Σωσάννα πάρα πολὺ χαριτωμένη, τρυφερή, μὲ λεπτὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ὡραιότατη εἰς τὴν ὄψιν.
32 οἱ δὲ παράνομοι ἐκέλευσαν ἀποκαλυφθῆναι αὐτήν, ἦν γὰρ κατακεκαλυμμένη, ὅπως ἐμπλησθῶσι τοῦ κάλλους αὐτῆς· 32 Επειδή δε η Σωσσάνα ήτο σκεπασμένη, οι παράνομοι εκείνοι πρεσβύτεροι δικασταί της διέταξαν να αφαιρέσουν την καλύπτραν της, δια να ίδουν πάλιν εμπαθώς και χορτάσουν βλέποντες το κάλλος της. 32 Ἐπειδὴ δὲ ἦταν σκεπασμένη μὲ πέπλον, οἱ ἀχρεῖοι καὶ παράνομοι κριταὶ της διέταξαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴν καλύπτραν τῆς κεφαλῆς της διὰ νὰ χορτάσουν βλέποντες ἐμπαθῶς τὸ ἐξαίρετον κάλλος της!
33 ἔκλαιον δὲ οἱ παρ' αὐτῆς καὶ πάντες οἱ ἰδόντες αὐτήν. 33 Οι συγγενείς της και όλοι εκείνοι, οι οποίοι την είχαν γνωρίσει, έκλαιαν. 33 Ἔκλαιαν δὲ ὅλοι οἰ συγγενεῖς της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν ἐγνώριζαν <κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὅσοι τὴν εἶδαν>.
34 ἀναστάντες δὲ οἱ δύο πρεσβῦται ἐν μέσῳ τῷ λαῷ ἔθηκαν τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς· 34 Εσηκώθησαν τότε οι δύο πρεσβύτεροι εν μέσω του συγκεντρωθέντος πλήθους και έθεσαν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της Σωσάννης. 34 Τότε οἱ δύο πρεσβύτεροι, ἀφοῦ ἐσηκώθησαν μεταξὺ τοῦ λαοῦ ποὺ εἶχε συγκεντρωθῆ, ἔθεσαν τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν της, ὁρκιζόμενοι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ βεβαιώνοντες διὰ τὴν ἐνοχήν της.
35 ἡ δὲ κλαίουσα ἀνέβλεψεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι ἦν ἡ καρδία αὐτῆς πεποιθυῖα ἐπὶ τῷ Κυρίῳ. 35 Εκείνη κλαίουσα ύψωσε τα βλέμματά της στον ουρανόν, διότι η καρδία της είχεν απόλυτον πεποίθησιν στον Κυριον. 35 Ἡ δὲ Σωσάννα κλαίουσα ὕψωσε τὸ βλέμμα της εἰς τὸν οὐρανόν, διότι ἡ ἁγνὴ καρδία της εἶχεν ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τὸν παντογνώστην καὶ καρδιογνώστην Κύριον.
36 εἶπον δὲ οἱ πρεσβῦται· περιπατούντων ἡμῶν ἐν τῷ παραδείσῳ μόνων, εἰσῆλθεν αὕτη μετὰ δύο παιδισκῶν καὶ ἀπέκλεισε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἀπέλυσε τὰς παιδίσκας· 36 Οι δύο πρεσβύτεροι είπαν· “την ώραν, κατά την οποίαν ημείς περιπατούσαμεν μόνοι στον κήπον, εισήλθεν αυτή μαζή με δύο υπηρετρίας και έκλεισε τας θύρας του κήπου, έδιωξε δε τας υπηρετρίας της. 36 Καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι κριταὶ εἶπαν: <Ἐνῷ ἐπεριπατούσαμε μόνοι μας εἰς τὸν κῆπον, ἡ γυναῖκα αὐτὴ εἰσῆλθεν εἰς τὸν κῆπον μὲ δύο ὑπηρέτριες, ἔκλεισε τὶς πόρτες τοῦ κῆπου καὶ ἀπέλυσε τὶς ὑπηρέτριες.
37 καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὴν νεανίσκος, ὃς ἦν κεκρυμμένος, καὶ ἀνέπεσε μετ' αὐτῆς. 37 Τοτε ήλθε προς αυτήν ένας νεαρός ανήρ, ο οποίος ήτο κάπου εκεί κρυμμένος, και έπεσε μαζή μέ αυτήν δια την αμαρτίαν. 37 Τότε ἦλθε πρὸς αὐτὴν ἕνας νεαρός, ὁ ὁποῖος ἦταν κρυμμένος, καὶ ἔπεσε μαζί της διὰ τὴν ἁμαρτίαν.
38 ἡμεῖς δὲ ὄντες ἐν τῇ γωνίᾳ τοῦ παραδείσου, ἰδόντες τὴν ἀνομίαν ἐδράμομεν ἐπ' αὐτούς· καὶ ἰδόντες συγγινομένους αὐτούς, 38 Ημείς ευρισκόμενοι εις κάποιαν γωνίαν του κήπου, ειδαμεν με τα μάτια μας την παρανομίαν αυτήν και ετρέξαμεν προς αυτούς. Τους είδαμεν να αμαρτάνουν. 38 Ἡμεῖς δέ, εὑρισκόμενοι εἰς κάποιαν γωνίαν τοῦ κήπου, ὅταν εἴδαμε τὴν παρανομίαν αὐτήν, ἐτρέξαμε πρὸς τὸ μέρος των.Καὶ ἐνῷ τοὺς εἴδαμε νὰ ἁμαρτάνουν,
39 ἐκείνου μὲν οὐκ ἠδυνήθημεν ἐγκρατεῖς γενέσθαι διὰ τὸ ἰσχύειν αὐτὸν ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ ἀνοίξαντα τὰς θύρας ἐκπεπηδηκέναι, 39 Εκείνον, βεβαίως, τον νεαρόν άνδρα δεν ημπορέσαμεν να τον συλλάβωμεν, διότι ήτο ισχυρότερος από ημάς. Ηνοιξε την θύραν και επήδησε έξω από τον κήπον. 39 δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ συλλάβωμεν καὶ κρατήσωμεν τὸν νεαρὸν ἐκεῖνον ἄνδρα, διότι αὐτὸς ἦταν πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἄνοιξε τὴν θύραν τοῦ κήπου, ἐπήδησεν ἔξω καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν.
40 ταύτης δὲ ἐπιλαβόμενοι ἐπηρωτῶμεν τίς ἦν ὁ νεανίσκος, 40 Συνελάβομεν όμως αυτήν και την ερωτούσαμεν· Ποιός ήτο ο νεαρός εκείνος ανήρ; 40 40 Συνελάβαμε ὅμως αὐτὴν καὶ ἀρχίσαμε νὰ τὴν ἐρωτῶμεν νὰ μᾶς εἰπῇ ποῖος ἦταν ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος.
41 καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἀγγεῖλαι ἡμῖν. ταῦτα μαρτυροῦμεν. καὶ ἐπίστευσεν αὐτοῖς ἡ συναγωγὴ ὡς πρεσβυτέροις τοῦ λαοῦ καὶ κριταῖς καὶ κατέκριναν αὐτὴν ἀποθανεῖν. 41 Αυτή δεν ηθέλησε να μας τον φανερώση. Αυτάς τας μαρτυρίας καταθέτομεν”. Ολος ο συγκεντρωμένος εκεί λαός επίστευσεν εις την καταμαρτυρίαν εκείνων, διότι ήσαν μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν και δικασταί ως προς το αξίωμα. Ολοι κατεδίκασαν την Σωσάνναν εις θάνατον. 41 Ἀλλ' αὐτὴ ἠρνήθη νὰ μᾶς ἀπαντήσῃ καὶ νὰ μᾶς τὸν φανερώσῃ.Αὐτὰ τὰ γεγονότα καταθέτομεν ὡς μαρτυρίες>.Ἐφ’ ὅσον δὲ αὐτοὶ ἦσαν πρεσβύτεροι <ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν> καὶ κριταὶ <δικασταὶ κατὰ τὸ ἀξίωμα>, ἡ συνάθροισις τοῦ λαοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὴν μαρτυρίαν των.Ἔτσι ὅλοι ὅσοι ἦσαν συγκεντρωμένοι κατεδίκασαν τὴν Σωσάνναν εἰς θάνατον.
42 ἀνεβόησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν, 42 Η Σωσάννά έκραξε τότε με μεγάλην φωνήν προς τον Θεόν και είπε· “Συ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν, 42 Τότε ἡ ἀθώα Σωσάννα ἐφώναξε μὲ πολὺ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπεν: <Αἰώνιε Θεέ, Σὺ ὁ ὁποῖος γνωρίζεις τὰ μυστικά, τὰ κρυμμένα καὶ ἀπόρρητα τῶν ἀνθρώπων Σὺ ὁ ὁποῖος γνωρίζεις τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν·
43 σὺ ἐπίστασαι ὅτι ψευδῆ μου κατεμαρτύρησαν· καὶ ἰδοὺ ἀποθνήσκω μὴ ποιήσασα μηδὲν ὧν οὗτοι ἐπονηρεύσαντο κατ' ἐμοῦ. 43 συ γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ψεύδη είναι όλα όσα κατέθεσαν αυτοί εναντίον μου. Ιδού, εξ αιτίας της ψευδολογίας των κατεδικάσθην εις θάνατον. Πεθαίνω χωρίς να έχω πράξει τίποτε από εκείνα, τα οποία αυτοί εν τη πονηρία των εμηχανορράφησαν εναντίον μου”. 43 Σύ, Κύριε, γνωρίζεις πολὺ καλὰ ὅτι ὅλα ὅσα κατέθεσαν εἰς βάρος μου εἶναι ψευδῆ.Καὶ τώρα, νά! Κατεδικάσθην εἰς θάνατον καὶ πρόκειται νὰ ἀποθάνω, χωρὶς νὰ ἔχω κάμει τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα αὐτοὶ μὲ πονηρίαν ἐδολοπλόκησαν καὶ ἐραδιούργησαν ἐνάντίον μου!>
44 Καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς αὐτῆς. 44 Ο Κυριος ήκουσε την φωνήν της προσευχής της. 44 Καὶ ὁ παντογνώστης καὶ δικαιοκρίτης Θεὸς ἄκουσε τὴν φωνὴν τῆς προσευχῆς της.
45 καὶ ἀπαγομένης αὐτῆς ἀπολέσθαι, ὁ Θεὸς ἐξήγειρε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον παιδαρίου νεωτέρου, ᾧ ὄνομα Δανιήλ, 45 Και ιδού, ενώ εκείνη ωδηγείτο εις θανατικήν εκτέλεσιν, ο Θεός διήγειρε και εφώτισε την αγίαν ψυχήν ενός νεαρού παιδαρίου, που ωνομάζετο Δανιήλ. 45 Ἐνῷ λοιπὸν ἡ Σωσάννα ὡδηγεῖτο πρὸς θανατικὴν ἐκτέλεσιν, ὁ Θεὸς διήγειρε, παρεκίνησε καὶ διέθεσεν εὐμενῶς ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ἁγίαν ψυχὴν ἐνὸς νεαροῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Δανιήλ·
46 καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ· ἀθῷος ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος ταύτης. 46 Αυτός με μεγάλην φωνήν εφώναξε και είπε· “αθώος είμαι εγώ από την ευθύνην του αδίκου αυτού αίματος, που πρόκειται να χυθή”. 46 Ὁ Δανιὴλ αὐτὸς ἐφώναξε μὲ πολὺ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπεν: <Ἐγὼ εἶμαι ἀθῶος ἀπὸ τὴν ἄδικον καταδίκην εἰς θάνατον τῆς γυναίκας αὐτῆς!>
47 ἐπέστρεψε δὲ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπαν· τίς ὁ λόγος οὗτος, ὃν σὺ λελάληκας; 47 Ολος ο λαός εστράφη προς τον Δανιήλ και του είπαν· “τι σημαίνει αυτός ο λόγος, τον οποίον είπες;” 47 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὅλος ὁ λαὸς ἐστράφη πρὸς τὸν Δανιὴλ καὶ τὸν ἐρώτησαν: <Τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον σὺ εἶπες;>
48 ὁ δὲ στὰς ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· οὕτως μωροὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ; οὐκ ἀνακρίναντες οὐδὲ τὸ σαφὲς ἐπιγνόντες κατεκρίνατε θυγατέρα ᾿Ισραήλ; 48 Ο Δανιήλ εστάθη ανάμεσα από αυτούς και είπε· “τόσον μωροί είσθε σεις, οι Ισραηλίται; Χωρίς να ερευνήσετε την υπόθεσιν, χωρίς τίποτε το σαφές και συγκεκριμένον να γνωρίζετε, κατεδικάσατε την θυγατέρα αυτήν του Ισραήλ εις θάνατον; 48 Τότε ὁ Δανιήλ, ἀφοῦ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τοῦ πλήθους, ἀπάντησε: <Τόσον πολὺ ἀνόητοι εἶσθε, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ! Χωρὶς νὰ ἐρευνήσετε μὲ προσοχὴν τὴν ὑπόθεσιν καὶ χωρὶς νὰ ἔχετε μάθει κάτι τὸ συγκεκριμένον, τὸ ἀληθινὸν καὶ τὸ σαφές, κατεδικάσατε εἰς θάνατον μίαν θυγατέρα τοῦ Ἰσραήλ;
49 ἀναστρέψατε εἰς τὸ κριτήριον· ψευδῆ γὰρ οὗτοι κατεμαρτύρησαν αὐτῆς. 49 Επιστρέψατε στο δικαστήριον, διότι αυτοί οι πρεσβύτεροι κατέθεσαν ψευδείς μαρτυρίας εναντίον της”. 49 Μὴ προχωρεῖτε· γυρίστε πίσω εἰς τὸ δικαστήριον.Διότι οἰ πρεσβύτεροι αὐτοὶ κριταί, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν κατήγοροι καὶ μάρτυρες, κατέθεσαν ἐναντίον τῆς ψευδεῖς μαρτυρίες>.
50 καὶ ἀνέστρεψε πᾶς ὁ λαὸς μετὰ σπουδῆς. καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ πρεσβύτεροι· δεῦρο κάθισον ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ ἀνάγγειλον ἡμῖν, ὅτι σοὶ δέδωκεν ὁ Θεὸς τὸ πρεσβεῖον. 50 Ολος ο λαός επέστρεψε βιαστικά στο δικαστήριον. Οι πρεσβύτεροι με προφανή ειρωνείαν είπαν στον Δανιήλ· “ελά, λοιπόν, κάθισε ανάμεσά μας και ειπέ την γνώμην σου, διότι φαίνεται ότι έδωσεν ο Θεός εις σε το δικαίωμα του πρεσβυτέρου, να κρίνης και να δικάζης”! 50 Τότε ὅλος ὁ λαὸς ἐπέστρεψε βιαστικὰ εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ δικαστηρίου.Καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἶπαν εἰς τὸν Δανιήλ: <Ἔλα, κάθησε μεταξύ μας καὶ πές μας τὶ ἀκριβῶς ἐννοεῖς, διότι φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς παρεχώρησεν εἰς σὲ τὸ δικαίωμα καὶ τὴν τιμὴν ποὺ ἔχουν οἱ πρεσβύτεροι νὰ δικάζουν καὶ νὰ κρίνουν>.
51 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Δανιήλ· διαχωρίσατε αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων μακράν, καὶ ἀνακρινῶ αὐτούς. 51 Ο Δανιήλ είπε προς τον λαόν· “χωρίσατε τον ένα μακρυά από τον άλλον και εγώ θα τους εξετάσω ιδιαιτέρως”. 51 Καὶ ὁ Δανιὴλ εἶπε πρὸς αὐτούς: <Χωρίσατε τὸν ἕνα πρεσβύτερον - κριτήν <κατήγορον τῆς Σωσάννας> μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς ἀνακρίνω, θὰ τοὺς ἐξετάσω χωριστά>.
52 ὡς δὲ διεχωρίσθησαν εἷς ἀπὸ τοῦ ἑνός, ἐκάλεσε τὸν ἕνα αὐτῶν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἥκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἃς ἐποίεις τὸ πρότερον 52 Οταν εχώρισαν τον ένα από τον άλλον, εκάλεσε τον πρώτον από τους δύο ο Δανιήλ και είπε προς αυτόν· 52 Ὅταν δὲ τοὺς ἐχώρισαν, ὁ Δανιὴλ ἐκάλεσε τὸν ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοῦ εἶπε: <Γέρικο λείψανον, ποὺ ἐγήρασες μέσα εἰς τὴν ἀνομίαν καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἁμαρτιές σου, τὶς ὁποῖες ἔκαμες εἰς τὸ παρελθόν.
53 κρίνων κρίσεις ἀδίκους καὶ τοὺς μὲν ἀθῴους κατακρίνων, ἀπολύων δὲ τοὺς αἰτίους, λέγοντος τοῦ Κυρίου· ἀθῷον καὶ δίκαιον οὐκ ἀποκτενεῖς· 53 “εξέδιδες αδίκους αποφάσεις, δια των οποίων τους μεν αθώους κατεδίκαζες, τους δε ενόχους ηθώωνες και απέλυες, μολονότι ο Κυριος έλεγε· Δεν θα καταδικάσης και δεν θα παραδώσης εις θάνατον αθώον και δίκαιον άνθρωπον. 53 Μέχρι τώρα ἐξέδιδες ἄδικες ἀποφάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες κατεδίκαζες ὡς ἐνόχους τοὺς ἀθώους, ἀθώωνες δὲ καὶ ἄφηνες ἐλευθέρους τοὺς ἐνόχους, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ Κύριος λέγει· <ἄνθρωπον ἀθῶον καὶ δίκαιον δὲν θὰ καταδικάσῃς εἰς θάνατον>.
54 νῦν οὖν ταύτην εἴπερ εἶδες, εἰπόν· ὑπὸ τί δένδρον εἶδες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ σχῖνον. 54 Εάν, λοιπόν, πράγματι είδες την γυναίκα αυτήν να αμαρτάνη, ειπέ μας τώρα, κάτω από ποιό δένδρον είδες αυτήν και τον νεαρόν να διαπράττουν αμαρτίαν;” Ο γέρων εκείνος απήντησε· “κάτω από ένα σχίνον”. 54 Τώρα λοιπόν, ἐφ' ὅσον, ὅπως ἰσχυρίζεσαι, εἶδες μὲ τὰ μάτια σου αὐτήν <τὴν Σωσάνναν> νὰ ἁμαρτάνῃ, πές μας· κάτω ἀπὸ ποιὸ δένδρον εἶδες αὐτούς <τὴν Σωσάνναν καὶ τὸν νεαρόν> νὰ ἁμαρτάνουν;> Καὶ ὁ πρεσβύτερος - κριτὴς ἀπάντησε: <Κάτω ἀπὸ ἕνα σχῖνον>.
55 εἶπε δὲ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· ἤδη γὰρ ἄγγελος Θεοῦ λαβὼν φάσιν παρὰ τοῦ Θεοῦ σχίσει σε μέσον. 55 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι εις βάρος όμως του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού έλαβε πλέον εντολήν παρά του Θεού να σε σχίση στο μέσον”. 55 Τότε ὁ Δανιὴλ τοῦ εἶπεν: <Ὡραῖα τὰ λέγεις! Ψεύδεσαι ὅμως ἀσύστολα εἰς βάρος τοῦ ἰδικοῦ σου κεφαλιοῦ, τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς! Διότι ἤδη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέλαβε τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον σου καταδικαστικὴν ἀπόφασιν, θὰ σὲ σχίσῃ εἰς τὸ μέσον!>
56 καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἐκέλευσε προσαγαγεῖν τὸν ἕτερον· καὶ εἶπεν αὐτῷ· σπέρμα Χαναὰν καὶ οὐκ ᾿Ιούδα, τὸ κάλλος ἐξηπάτησέ σε, καὶ ἐπιθυμία διέστρεψε τὴν καρδίαν σου· 56 Αφού απεμάκρυνεν αυτόν, διέταξε να παρουσιασθή ενώπιόν του ο άλλος πρεσβύτερος και ηρώτησεν αυτόν· “πονηρέ απόγονε του αμαρτωλού Χαναάν και οχι του Ιούδα, σε εξηπάτησε το κάλλος και διέστρεψε την καρδίαν σου η πονηρά επιθυμία. 56 Ἀφοῦ δὲ ὁ Δανιὴλ ἀπεμάκρυνε τὸν πρεσβύτερον ποὺ ἀνέκρινε, διέταξε νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιόν του ὁ ἄλλος.Ὅταν δὲ παρουσιάσθη, ὁ Δανιὴλ εἶπε πρὸς αὐτόν: <Ἀπόγονε τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ καταραμένων ἀπὸ τὸν Θεὸν Χαναναίων καὶ ὄχι τοῦ εὐλογημένου Ἰούδα, τὸ ἐξαίρετον κάλλος της <τῆς Σωσάννας> σὲ ἐξηπάτησε καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία διέφθειρε τὴν καρδιά σου.
57 οὕτως ἐποιεῖτε θυγατράσιν ᾿Ισραήλ, καὶ ἐκεῖναι φοβούμεναι ὡμίλουν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ θυγάτηρ ᾿Ιούδα ὑπέμεινε τὴν ἀνομίαν ὑμῶν. 57 Τέτοιες παρανομίες διεπράττετε με τας θυγατέρας του Ισραήλ, επειδή δε εκείναι σας εφοβούντο, υποχωρούσαν εις τας ανηθίκους προτάσεις σας και ήρχοντο εις σχέσεις μαζή σας. Αλλ' ιδού ότι μία θυγάτηρ της φυλής του Ιούδα δεν ηνέχθη την παρανομίαν σας. 57 Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔχετε συμπεριφερθῆ καὶ οἱ δύο σας πρὸς τὶς θυγατέρες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ <τοῦ βορείου βασιλείου, ποὺ εἶχεν ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐζοῦσε εἰς τὴν ἁμαρτίαν>, καὶ ἐκεῖνες, ἐπειδὴ σᾶς ἐφοβοῦντο, δὲν ἀνθίσταντο καὶ ὑποχωροῦσαν εἰς τοὺς ἐκβιασμούς σας καὶ συνευρίσκοντο μαζί σας.Ἀλλ’ ἐδῶ ὑπάρχει, μία θυγατέρα τοῦ Ἰούδα <τοῦ νοτίου βασιλείου, ποὺ εἶχε μείνει πιστὸν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν>, ἡ ὁποία δὲν ὑπεχώρησε καὶ δὲν ἠνέχθη τὴν ἀνήθικον πρότασίν σας, τὴν παρανομίαν σας!
58 νῦν οὖν λέγε μοι· ὑπὸ τί δένδρον κατέλαβες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ πρῖνον. 58 Τωρα, λοιπόν, ειπέ μου· κάτω από ποιό δένδρον συνέλαβες αυτούς να αμαρτάνουν;” Εκείνος είπε· “κάτω από ένα πρινάρι”. 58 Τώρα λοιπὸν πές μου· κάτω ἀπὸ ποιὸ δένδρον τοὺς συνέλαβες <τὴν Σωσάνναν καὶ τὸν νεαρόν> νὰ ἁμαρτάνουν;> Ὁ δὲ πρεσβύτερος - κριτὴς ἀπάντησε: <Κάτω ἀπὸ ἕνα πουρνάρι>.
59 εἶπε δὲ αὐτῷ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι καὶ σὺ εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· μένει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν ρομφαίαν ἔχων πρίσαι σε μέσον, ὅπως ἐξολοθρεύσῃ ὑμᾶς. 59 Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι και συ εις βάρος του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού με την ρομφαίαν στο χέρι περιμένει την στιγμήν να σε πριονίση στο μέσον και να εξολοθρεύση και τους δυο σας”. 59 Καὶ ὁ Δανιὴλ τοῦ εἶπε: <Μάλιστα! Ψεύδεσαι ὅμως καὶ σὺ ὁλοφάνερα καὶ ἀσύστολα εἰς βάρος τοῦ ἰδικοῦ σου κεφαλιοῦ, τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς! Διότι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κρατεῖ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί, ἀναμένει τὴν ὥραν ποὺ θὰ σὲ πριονίσῃ εἰς τὸ μέσον, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ ἔτσι καὶ τοὺς δύο σας>.
60 καὶ ἀνεβόησε πᾶσα ἡ συναγωγὴ φωνῇ μεγάλῃ καὶ εὐλόγησαν τῷ Θεῷ τῷ σώζοντι τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ' αὐτόν. 60 Τοτε όλος ο λαός ο συγκεντρωμένος εκραάγασε με φωνήν μεγάλην και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος σώζει τους αθώους ανθρώπους που στηρίζουν εις αυτόν τας ελπίδας των. 60 Τότε ὅλος ὁ συγκεντρωμένος λαός, ποὺ παρηκολούθησε τὴν ἀνάκρισιν, ἐφώναξε δυνατὰ μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σώζει τὶς ψυχὲς ὅλων ὅσοι στηρίζουν μὲ πίστιν τὶς ἐλπίδες των εἰς Ἐκεῖνον.
61 καὶ ἀνέστησαν ἐπὶ τοὺς δύο πρεσβύτας, ὅτι συνέστησεν αὐτοὺς Δανιὴλ ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν ψευδομαρτυρήσαντας, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὃν τρόπον ἐπονηρεύσαντο τῷ πλησίον, 61 Εξηγέρθησαν δε εναντίον των δυο εκείνων πρεσβυτέρων, διότι ο Δανιήλ τους απέδειξεν από τας ιδίας αυτών μαρτυρίας ότι εψευδομαρτύρηοαν, επέβαλαν ομοφώνως εις αυτούς την ποινήν, την οποίαν εκείνοι εν τη πονηρία των ήθελαν να επιβάλουν εις την πλησίον των, την Σωσάνναν. 61 Καὶ τὸ συγκεντρωμένον πλῆθος ἐξηγέρθη ἐναντίον τῶν δύο πρεσβυτέρων, διότι ὁ Δανιὴλ τοὺς ἀπέδειξεν ἀπὸ τὶς ἰδικές των καταθέσεις, οἱ ὁποῖες δὲν συμφωνοῦσαν μεταξύ των, ὅτι εἶναι ψευδομάρτυρες.Καὶ ὁ λαὸς ἐπέβαλεν εἰς αὐτοὺς τὴν ἰδίαν ποινὴν τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι μὲ τὴν κακίαν καὶ πονηρίαν των ἐπροσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν εἰς τὸν πλησίον <τὴν Σωσάνναν>.
62 ποιῆσαι κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς· καὶ ἐσώθη αἷμα ἀναίτιον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. 62 Δια να εκπληρωθή δε ο νόμος του Μωϋσέως, που διατάσσει να επιβάλλεται στον ψευδομάρτυρα η ποινή που θα επεβάλλετο στον αδίκως κατασυκοφαντούμενον, τους εφόνευσαν. Και έτσι διεσώθη από βέβαιον θάνατον κατά την ημέραν εκείνην μία αθώα ύπαρξις. 62 Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ δὲ ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσῆ <ποὺ ὁρίζει νὰ τιμωρῆται ὁ ψευδομάρτυς μὲ τὴν ἰδίαν τιμωρίαν μὲ τὴν ὁποίαν ἐπεχείρησε νὰ τιμωρήσῃ τὸ πρόσωπον ποὺ ἐσυκοφάντησε>, τοὺς ἐφόνευσαν.Τοιουτοτρόπως κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην διεσώθη ἀπὸ τὴν εἰς θάνατον καταδίκην ἕνας ἀθῶος ἄνθρωπος <ἡ Σωσάννα>.
63 Χελκίας δὲ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ᾔνεσαν τὸν Θεὸν περὶ τῆς θυγατρὸς αὐτῶν μετὰ ᾿Ιωακεὶμ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τῶν συγγενῶν πάντων, ὅτι οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτῇ ἄσχημον πρᾶγμα. 63 Ο Χελκίας και η σύζυγος του εδόξασαν τον Θεόν δια την σωτηρίαν της θυγατρός των, μαζή με τον Ιωακείμ, τον σύζυγόν της Σωσάννης, και με όλους τους συγγενείς των. Διότι δεν ευρέθη καμμία πονηρά πράξις, καμμία ενοχή εις αυτήν. 63 Ὁ Χελκίας δὲ καὶ ἡ σύζυγός του ἐδόξασαν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἀθώωσιν τῆς θυγατρός των, τῆς Σωσάννας, μαζὶ μὲ τὸν σύζυγόν της, τὸν Ἰωακείμ, καὶ μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς των· διότι δὲν διεπιστώθη εἰς βάρος της καμμία ἐνοχὴ διὰ κάτι τὸ ἄτιμον καὶ ἐπονείδιστον.
64 καὶ Δανιὴλ ἐγένετο μέγας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπέκεινα. 64 Ο δε Δανιήλ από την ημέραν εκείνην και έπειτα ανεδείχθη μέγας ενώπιον του ιουδαϊκού λαού. 64 64 Ὁ δὲ Δανιὴλ ἐξετιμήθη, ἀνεγνωρίσθη καὶ ἀνεδείχθη μέγας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἔπειτα.