Ο εν αγίοις ιερεύς π. Δημήτριος (Γκαγκαστάθης) γεννήθηκε στο χωριό Πλάτανο (πρώην Βάνια) Τρικάλων, την 1η Αυγούστου 1903 μ.Χ., από γονείς πτωχούς. Από μικρό παιδί διακρινόταν για την παραδοσιακή ευλάβεια και βοηθούσε τον ιερέα στις ακολουθίες, ενώ ως παιγνίδια έκανε ο,τι έβλεπε να εκτελεί και ο ιερεύς.
Αγαπούσε πολύ την ανάγνωση βίων αγίων και ζωγράφιζε βόσκοντας τα πρόβατά του απλοϊκές εικόνες των. Πολλές φορές οι δαίμονες εμφανώς τον πείραζαν με διαφόρους τρόπους, όπως με την ξαφνική κατάρρευση του σπιτιού από την οποία σώθηκε με την εμφάνιση ενός γέροντα Αγίου.
Επιστρατεύθηκε κατά την Μικρασιατική εκστρατεία και πολλές φορές με την θαυματουργική επέμβαση των αγαπημένων του Ταξιαρχών σώθηκε από σίγουρο θάνατο. Επιστρέφοντας σώος στο χωριό, στις 18 Ιουνίου 1924 μ.Χ., νυμφεύθηκε το 1928 μ.Χ. την ευλαβή χωριανή του Ελισάβετ με την οποία απέκτησε εννέα θυγατέρες, εκ των οποίων η μικρότερη έγινε θεοφιλής μοναχή και ηγουμένη με το όνομα Ισιδώρα.
Ο μητροπολίτης Τρίκκης Πολύκαρπος τον χειροθέτησε αναγνώστη και στις 24 Μαΐου 1931 μ.Χ. τον χειροτόνησε διάκονο και σε δύο μέρες ιερέα. Φοίτησε στην ιερατική σχολή Τριπόλεως και ανέλαβε την επί 42 έτη εφημερία στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του χωρίου του καθώς και την επίβλεψη των άλλων παρεκκλησίων, ιδίως των προστατών του Αγίων Ταξιαρχών, όπου τις νύκτες αποσυρόταν αγρυπνών και προσευχόμενος.
Όλη του η ζωή πέρασε με αδιάλειπτη προσευχή, κρυφή ελεημοσύνη, επίσκεψη σε πολλά προσκυνήματα και μάλιστα στις Μετωρίτικες Ιερές Μονές, όπου ανέβαινε για εξομολόγηση στον Γέροντα Αιμιλανό και μεσονύκτιο Θεία Λειτουργία, αφού του ήταν φυσικώς αδύνατο να επισκέπτεται τον βασικώς πνευματικό του όσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο στην Πάρο. Ήθελε, όπως έλεγε, δίπλα του τον πνευματικό.
Ιδιαιτέρως διηγείτε με μεγάλη συγκίνηση την συμμετοχή του στις γιορτές της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους και την γνωριμία του με τους οσίους Γέροντες Αβιμέλεχ Μικραγιαννανίτη, Γερόντιο Δανιηλαίο και την συνοδία του και του οσίου Εφραίμ του Κατουνακιώτη (βλέπε 27 Φεβρουαρίου), στον οποίο έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η όλη του πνευματική κατάσταση και με τον οποίον αντάλλαξε και σπουδαία αλληλογραφία.
Από τους Αγίους της Εκκλησίας μας, εκτός των κατ' εξοχήν αγαπημένων του αγίων Ταξιαρχών, ιδιαιτέρως αγαπούσε τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον Άγιο Δημήτριο και τον Άγιο Νεκτάριο.
Όλως ιδιαίτερη σχέση συνήψε με τον θαυματουργό προστάτη των Τρικάλων Άγιο Βησσαρίωνα Λαρίσης 15 Σεπτεμβρίου), και εκστατικός διηγείτο την σωματική παρουσία του Ιεράρχου σε Θεία Λειτουργία που τέλεσε μαζί με τον Γέροντα Αιμιλιανό στην Ιερά Μονή του Δουσίκου.
Συγχρόνως συνήψε στενές πνευματικές σχέσεις με τους Οσίους Γέροντες Ιουστίνο Πόποβιτς (βλέπε εδώ) και τα πνευματικά του τέκνα, Αμφιλόχιο της Πάτμου (βλέπε 16 Απριλίου), Αθανάσιο Χαμακιώτη, και δη με τον αοίδιμο ομολογητή Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο, ο οποίος πολύ τον αγαπούσε και τον θεωρούσε καύχημα της Μητροπόλεως και υπόδειγμα ευλογημένου ποιμένα, όπως υπήρξαν οι παλαιοί χαριτωμένοι ιερείς. Κατά την διάρκεια της ιερατικής διακονίας του έζησε πολλά θαύματα, υπερφυσικές αποκαλύψεις και ιάσεις ασθενειών, αλλά και υπέστη σκληρούς διωγμούς κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου (1941 - 1948 μ.Χ.), από τους οποίους με την χάρη του Θεού και την επέμβαση των Αγίων διασώθηκε. Με ακράδαντη πίστη ζητούσε την θαυματουργική επέμβαση του Κυρίου διά μέσου των Αγίων λέγοντας «Τώρα θέλω θαύμα» και ο Κύριος απαντούσε αμέσως στον φιλάγγελο και φιλαγιώτατο λειτουργό Του, που διακονούσε εν φόβω και τρόμω το άγιον Θυσιαστήριον και από το οποίο αδιαλείπτως εξεχύνετο θαυμαστή ευωδία.
Έτσι ο άγιος του Θεού ιερεύς Δημήτριος «ὁ πάντων ἔσχατος καὶ ἁμαρτωλὸς παπαδάκος, μᾶλλον τὸ σκύβαλον τῆς γῆς», όπως συνήθως υπέγραφε τις χαριτωμένες επιστολές του προς τους πάμπολλους γνωστούς και αγνώστους εκζητητάς των αγίων προσευχών και των οποίων το πλήθος των ονομάτων μνημόνευε και στην αγία Πρόθεση, αλλά και στις κατά μόνας αγρυπνίες του στους Αγίους Ταξιάρχες.
Ο νόμος της φθοράς όμως δοκίμασε τον άνθρωπο του Θεού επί τριετία με την λίαν επώδυνη ασθένεια του καρκίνου, την οποία υπέμεινε αγογγύστως δοξάζοντας, ως άλλος Ιώβ, τον Κύριο και δεχόταν μέχρι τελευταίας ημέρας τους πολυαρίθμους επισκέπτες στο κρεβάτι του πόνου στο χωριό του, έχοντας δίπλα του την ισόβια πιστή σύζυγο και εκλεκτή πρεσβυτέρα η οποία τον συνόδευε στην μνημόνευση των αναρίθμητων ονομάτων επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Κύριε ελέησον».
Ο Άγιος αναπαύθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1975 μ.Χ., η δε πάνδημος κηδεία του έγινε 30 Ιανουαρίου 1975 μ.Χ. στον Ιερό ναό του αγίου Νικολάου του χωριού Πλατάνου, πρωτοστατούντος του τότε Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Στεφάνου και συμμετεχόντων δεκάδων ιερέων και πλήθους πιστών.
Ο μακαριστός ήδη ζωντανός θεωρήθηκε από όλους ως άγιος του Θεού και βιωμένον Ευαγγέλιον και την πίστη αυτή σφράγισε η υπό την Α. Θ. Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο Ιερά Σύνοδος του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, που στις 9 Ιουλίου 2025 μ.Χ. αποφάσισε την αγιοκατάταξή του και όρισε η μνήμη του να τελείται στις 29 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς σκεῦος σε χάριτος, καὶ λειτουργὸν ἱερόν, καὶ καύχημα ἔνθεον τῆς Τρίκκης, ὕμνοις λαμπρῶς τιμῶμεν, Δημήτριε· σὺ γὰρ ἐκ τοῦ Πλατάνου, ὡς ἀστήρ, θεοφόρε, ἔλαμψας ἀρετῶν σου λαμπηδὸσι· διόπερ, ἡμᾶς τοὺς σὲ ὑμνοῦντας πιστῶς, πρεσβείαις σου φώτισον.