Η Αγία Βερβούργα (Werburga ή Werburgh ή Wereburga ή Wereburg ή Verbourg) είναι προστάτιδα του Τσέστερ (Chester) και ήταν ηγουμένη στα μοναστήρια του Weedon, Trentham, Hanbury, Minster στο Sheppy και Ely. Γεννήθηκε στο Staffordshire τον έβδομο αιώνα μ.Χ. και κοιμήθηκε στο Trentham, στις 3 Φεβρουαρίου μεταξύ των ετών 699 μ.Χ. και 707 μ.Χ.
Η μητέρα της Αγίας Βερβούργα ήταν η Αγία Ermenilda, κόρη του Ercombert βασιλιά του Κεντ και της Αγίας Sexburga, και ο πατέρας της ήταν ο Wulfhere, πρώτου Χριστιανού Βασιλιά της Μερκίας.
Η Αγία Βερβούργα κληρονόμησε την ιδιοσυγκρασία και τα χαρίσματα της μητέρας της. Λόγω της ομορφιάς και της χάριτος της ηταν περιζήτητη νύφη αλλά η ίδια δεν ήθελε να νυμφευτεί. Τελικά, με τη συγκατάθεση του πατέρα της εισήλθε στο Αββαείο του Ely, που είχε ιδρυθεί από την θεία της, Αγία Etheldreda (βλέπε 23 Ιουνίου).
Μετά το θάνατο του πατέρα της, το 673 μ.Χ., αυτή και η μητέρα της έγιναν μοναχές σε μονή του Ely. Ασκήθηκε σαν υποτακτική της μητέρας της και ανέβηκε σε μεγάλο ύψος αρετής, ώστε να διορισθεί από τον θείο της Βασιλιά Ethelred Προϊσταμένη των γυναικείων μονών του βασιλείου.
Η Αγία Βερβούργα έκανε πολλά θαύματα και ελεήθηκε από τον Θεό και με τα χαρίσματα των ιαμάτων και της προφητείας. Ένα από τα πιο γνωστά θαύματα της είναι όταν κατάφερε με μια απλή εντολή της να δίωξει ένα σμήνος από αγριόχηνες που κατέστρεφαν τις καλαμποφυτείες στο Weedon. Από τότε κανείς δεν είδε ξανά αγριόχηνες στην περιοχή.
Αφού προείδε τον θάνατό της, κοιμήθηκε ειρηνικά στο κοινόβιο του Trentham, αφήνοντας εντολή να ενταφιασθεί το σώμα της στο Hanbury.
Εννέα χρόνια μετά την κοίμησή της, ο Βασιλιάς Kenred ανακόμισε το Λείψανό της αδιάφθορο. Το Λείψανο διαλύθηκε κατά τρόπο θαυμαστό το 869 μ.Χ., κατά την εισβολή των Δανών.