(από την λέξη ευφρόσυνος = ο ευχάριστος) = η ευχάριστη.
Ζέον πεπωκὼς φιάλῃ κοίλῃ πόμα,Ὁ Μάρτυς Εὐφρόσυνος εὐφράνθη μάλα.
Ο Άγιος Ευφρόσυνος μαρτύρησε αφού τον περιέλουσαν με βραστό νερό.