(από το maximus) = Ο μέγιστος
1) Φιλόσοφος από την Τύρο του 2ου μ.Χ. αιώνα2) Φιλόσοφος του 4ου π.Χ. αιώνα.
Ὅλῳ βλέπων νῷ Μάξιμος πρὸς τὰ στέφη,Πρὸς τὰς βολὰς ὑπῆρχε τῶν λίθων λίθος.
Ο Όσιος Μάξιμος μαρτύρησε δια λιθοβολισμού.