Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν ἐκ δευτέρου λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε δια δευτέραν φοράν στον Ιωνάν και του είπε· | 1 Καὶ κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Ἰωνᾶν διὰ δευτέραν φοράν, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: |
2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν, ὃ ἐγὼ ἐλάλησα πρός σε. | 2 “Σηκω και πήγαινε εις την Νινευή, την μεγάλην αυτήν πόλιν, και κήρυξε εις αυτήν το ίδιο μήνυμα, το οποίον εγώ προηγουμένως είχα είπει προς σέ”. | 2 «Σήκω, πήγαινε εἰς τὴν Νινευῆ, τὴν πόλιν τὴν μεγάλην, καὶ κήρυξε εἰς αὐτὴν σύμφωνα μὲ τὸ κήρυγμα τὸ προηγούμενον, τὸ ὁποῖον ἐγὼ σοῦ εἶπα προτήτερα, πρὶν ἢ ἀποπειραθῇς νὰ μεταβῇς εἰς Θαρσίς». |
3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευή, καθὰ ἐλάλησε Κύριος· ἡ δὲ Νινευὴ ἦν πόλις μεγάλη τῷ Θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ τριῶν ἡμερῶν. | 3 Η Νινευή ήτο πόλις μεγάλη ενώπιον του Θεού. Τρεις ημέραι εχρειάζοντο, δια να την διασχίση κανείς. | 3 Καὶ ἐσηκώθη ἄνευ ἀντιρρήσεως ὁ Ἰωνᾶς καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Νινευῆ, σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος. Ἡ Νινευῆ δὲ ἦτο πόλις μεγάλη εἰς τὰ ὄμματα οὐ μόνον τῶν ἀνθρώπων, ἄλλα καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐχρειάζετο νὰ βαδίσῃ κανεὶς περίπου τριῶν ἡμερῶν δρόμον διὰ νὰ διατρέξῃ αὐτήν. |
4 καὶ ἤρξατο ᾿Ιωνᾶς τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν· ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται. | 4 Ο Ιωνάς εισήλθεν εις την πόλιν και ήρχισε το έργον του. Περιήλθεν επί μίαν ημέραν την πόλιν και εκήρυττε λέγων· “τρεις ακόμη ημέραι και η Νινευή θα καταστραφή”. | 4 Καὶ ἤρχισεν ὁ Ἰωνᾶς νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς πόλεως, διατρέχων καθ’ ἐκάστην τῶν τριῶν ἡμερῶν πορείαν περίπου μιᾶς ἡμέρας. Καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν: «Ἀκόμη τρεῖς ἡμέραι καὶ ἡ Νινευῆ θὰ καταστροφῇ». |
5 καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν. | 5 Ολοι οι κάτοικοι της Νινευή επίστευσαν εις τον Θεόν και στο μήνυμά του. Δια κήρυκος δε ανήγγειλαν γενικήν νηστείαν, εφόρεσαν σάκκους ως ενδύματα εις ένδειξιν του πένθους της μετανοίας των, από τον μικρόν έως τον μεγάλον. | 5 Καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες τῆς Νινευῆ εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐκήρυξαν γενικὴν νηστείαν καὶ ἐνεδύθησαν σάκκους ὅλοι, ἀπὸ τοῦ μεγαλυτέρου αὐτῶν μέχρι καὶ τοῦ μικροτέρου. |
6 καὶ ἤγγισεν ὁ λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευή, καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλετο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ. | 6 Το γεγονός περιήλθεν εις γνώσιν του βασιλέως της Νινευή. Ηγέρθη και αυτός από τον θρόνον του, αφήρεσε την βασιλικήν στολήν από επάνω του, εφόρεσεν ένα ένδυμα σάκκινον εις ένδειξιν μετανοίας και εκάθησεν επάνω εις στάκτην. | 6 Καὶ ἔφθασεν ὁ λόγος εἰς τὸν βασιλέα τῆς Νινευῆ, καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ ἔβγαλεν ἀπ’ ἐπάνω του τὴν βασιλικήν του στολὴν καὶ ἐνεδύθη τρίχινον σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ στάκτης, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε στρωθῆ τὸ ἔδαφος. |
7 καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐρρέθη ἐν τῇ Νινευὴ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων· οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν. | 7 Δια κήρυκος δε εγνωστοποιήθη και ελέχθη εις την Νινευή η απόφασις του βασιλέως και των αρχόντων αυτού. “Ανθρωποι και βόϊδια και πρόβατα και όλα τα άλλα ζώα ας μη γευθούν τροφήν, ας μη βοσκήσουν, ας μη πίουν νερό”. | 7 Καὶ διεκηρύχθη διὰ διατάγματος καὶ ἐλέχθη ἐν τῇ Νινευῆ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων καὶ αὐλικῶν του τὸ ἑξῆς: «Οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ πρὸς μεταφορὰς χρησιμοποιούμενα ζῶα καὶ τὰ βόδια καὶ τὰ πρόβατα ἂς μὴ γευθοῦν τίποτε, οὔτε νὰ δοθῇ εἰς αὐτὰ νομή, ἀλλ’ οὔτε καὶ νερὸ νὰ πίουν». |
8 καὶ περιεβάλλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες· | 8 Οι άνθρωποι περιεβλήθησαν σάκκινα ενδύματα, εφόρεσαν ίδια ενδύματα εις τα κτήνη των και με μεγάλην φωνήν απηύθυναν εκτενή μετά πίστεως προσευχήν προς τον Θεόν. Ο καθένας από αυτούς μετενόησε και επεστράφη από τον αμαρτωλόν τρόπον της ζωής του και από όλας τας αδικίας, τα οποίας διέπραττον αι χείρες των και έλεγαν· | 8 Καὶ περιεβλήθησαν σάκκους τριχίνους οἱ ἄνθρωποι καὶ εἰς τὰ κτήνη ἐπέβαλον σαγὴν τριχίνην καὶ ἐφώναξαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτεταμένως. Καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ μακρὰν ὁ καθένας των ἀπὸ τὸν δρόμον των τὸν κακὸν καὶ ἁμαρτωλὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἀδικίαν, ἡ ὁποία ὑπῆρχεν εἰς τὰς χεῖρας των, λέγοντες: |
9 τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα; | 9 “ποιός γνωρίζει, μήπως ο Θεός αλλάξη γνώμην και απομακρύνη τον θυμόν και την οργήν του, ώστε να μη καταστραφώμεν”! | 9 «Ποῖος ἠξεύρει, μήπως μετανοήσῃ ὁ Θεὸς καὶ στρέψῃ μακρὰν ἀπὸ τὴν μεγάλην του ὀργὴν καὶ δὲν ἀπολεσθῶμεν;» |
10 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε. | 10 Ο Θεός είδε τα έργα αυτών και την ειλικρινή των μετάνοιαν, ότι δηλαδή επήραν την απόφασιν και απεμακρύνθησαν από τους αμαρτωλος δρόμους της ζωής των, και ήλλαξεν ο Θεός απόφασιν δια την τιμωρίαν, την οποίαν είχεν αναγγείλει ότι θα αποστείλη εναντίον των, και δεν την επραγματοποίησε. | 10 Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα των, ὅτι δηλαδὴ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δρόμους των καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους τῆς ζωῆς των, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς διὰ τὴν ἀπειλὴν τῆς τιμωρίας τῆς καταστρεπτικῆς, τὴν ὁποίαν ἐλάλησε διὰ τοῦ Προφήτου, ὅτι θὰ ἔκαμνεν εἰς αὐτούς, καὶ δὲν τὴν ἔκαμε. |