(από την λέξη ιλαρός = φαιδρός, εύθυμος) = ο φαιδρός, ο εύθυμος, ο γαλήνιος.
Ἔγνων τὸν Ἱλάριον ἱλαρὸν φύσει,Ὃς θαυματουργεῖ ἐν τάφῳ τεθειμένος.
Η θερμότητα της πίστης και η καθαρότητα της ζωής του, τον ανέδειξαν πολύ νωρίς άξιο εργάτη του Ευαγγελίου. Ο Θεός μάλιστα, τον αξίωσε και να θαυματουργεί. Θεράπευσε παραλυτικούς και χωλούς, έλυσε με την προσευχή του την ανομβρία και πολλούς δαιμονισμένους απάλλαξε από τη μάστιγα τους, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού. Για κάποιο χρονικό διάστημα αποσύρθηκε σε ερημικό τόπο, όπου ζούσε μέσα σε μια καλύβη. Εκεί μελετούσε και προσευχόταν, αγωνιζόμενος να καταρτίσει πνευματικότερα τον εαυτό του, μακριά από το θόρυβο του κόσμου. Έπειτα εμφανίστηκε και πάλι μέσα στην κοινωνία, εξακολουθώντας τη διδασκαλία και τις θεραπείες. Μετά από κοινή απαίτηση, δέχτηκε να χειροτονηθεί Ιερέας. Στο νέο αυτό Ιερό υπούργημα, εξετέλεσε ευσυνείδητα όλα τα καθήκοντα του κάλου πρεσβυτέρου. Υπήρξε πατέρας και διδάσκαλος, φίλος της αλήθειας, εργάτης του Ευαγγελίου, υπόδειγμα πνευματικής γλώσσας, συναναστροφής, και ζωής αμέμπτου. Αναπαύθηκε εν Κυρίω, καταγινόμενος μέχρι τέλους της ζωής του, με τέτοια θεάρεστα έργα.