(από την λέξη ανατολή) = ο άνθρωπος του φωτός, ο φωτισμένος.
Ἀνατολὴν εὕρηκε τὴν νοουμένην,Ἀνατολὴ τμηθεῖσα γενναιοφρόνως.
Η Αγία Ανατολή ήταν η πρώτη αδελφή της Αγίας Φωτεινής (βλέπε ίδια ημέρα) και μαρτύρησε δια ξίφους.