Ο Άγιος Άμανδος γεννήθηκε κοντά στην Ακυϊτανία περί τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. και σπούδασε θεολογία στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία μόνασε σε μοναστήρι της νήσου Γιε. Επειδή ο πατέρας του δεν ήθελε να γίνει ο υιός του μοναχός και του έφερνε εμπόδια, ο Άγιος κατέφυγε στην πόλη Τουρ, όπου ήταν επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έγκλειστος σε ένα κελί στα τείχη της πόλεως. Σε ένα προσκύνημά του στους τάφους των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στη Ρώμη, είδε σε όραμα τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος του φανέρωσε ότι το θέλημα του Θεού είναι να κηρύξει ο Άγιος το Ευαγγέλιο στους λαούς της Βελγικής. Γι' αυτό επέστρεψε στην πόλη Μπουρζ, όπου χειροτονήθηκε Επίσκοπος και άρχισε την ιεραποστολική του δράση στους λαούς της Γάνδης, της Φλάνδρας, των Πυρηναίων και της Γασκώνης.
Μετά από το δεύτερο προσκύνημά του στη Ρώμη, στους τάφους των Αγίων Αποστόλων, εξελέγη το έτος 647 μ.Χ. Επίσκοπος της πόλεως Μάαστριχτ. Εκεί εργάσθηκε για την εξημέρωση των ηθών και των εθίμων των εθνικών λαών και πολλές φορές έσωσε, με την προσευχή του, το ποίμνιό του από φυσικές καταστροφές. Με την ευλογία του Αγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης (βλέπε 13 Απριλίου), συνεκάλεσε τοπικές Συνόδους κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού.
Μετά από τόσα χρόνια ιεραποστολικής δράσεως και διακονίας, ο Άγιος Άμανδος, αφού ενθρόνισε ως διάδοχό του τον Άγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε από τον Επισκοπικό θρόνο. Συνέχισε όμως το κηρυκτικό έργο του, το οποίο τελείωσε στη Γασκώνη και κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη στη μονή του Ελνόν, το έτος 680 μ.Χ.