(από το στέφανος) = ο αθλοφόρος, ο άξιος στεφάνου νίκης
Γήρει Στέφανος πρύτανις ζωῆς πόρου,Ὃν περ θανόντα Πρύτανις στέφους στέφει.
Ο Όσιος Στέφανος ήταν κοιτωνίτης του βασιλέως Μαυρικίου. Έζησε ασκητικά και ίδρυσε το γηροκομείο του Αρματίου, όπου υπήρχε και ναός της Θεοτόκου και του Σάγματος. Κοιμήθηκε με ειρήνη.