Ο Άγιος Ιερομάρτυς Συμεών αναδείχθηκε διάδοχος του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου († 62 μ.Χ.), μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, το έτος 70 μ.Χ.
Κατά τον Ηγήσιππο ήταν υιός του Κλωπά, αδελφού του Ιωσήφ, και αδελφός του Ιούδα· κατ άλλη δε εκδοχή ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος και αδελφός του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου (βλέπε 23 Οκτωβρίου).
Ενώ επισκόπευε στην Ιερουσαλήμ, επί αυτοκράτορος Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.), διαβλήθηκε από τους αιρετικούς στον ύπατο Αττικό για τον αποστολικό του ζήλο. Ο Συμεών κατηγορήθηκε όχι από Χριστιανούς αιρετικούς, αλλά από Ιουδαίους. Η κατηγορία περιελάμβανε δύο σκέλη· τό ένα ήταν ότι καταγόταν από το γένος Δαβίδ και το άλλο ότι ήταν Χριστιανός. Αφού συνελήφθη, βασανίσθηκε σκληρά και στη συνέχεια οδηγήθηκε σε σταυρικό θάνατο, το έτος 107 μ.Χ., σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών.
Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. (Ορισμένοι Συναξαριστές περιττώς επαναλαμβάνουν τη μνήμη του και στις 18 Σεπτεμβρίου).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στεῤῥόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τήν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιών, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιών, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι· καὶ καλῶς τό ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τό θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστέρα μέγιστον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη σήμερον, τὸν θεηγόρον Συμεών, φωταγωγεῖται κραυγάζουσα· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἀκροθίνιον.
Μεγαλυνάριον
Συγγενὴς ὑπάρχων ὦ Συμεών, τοῦ μέχρι καὶ δούλου, κενωθέντος ὑπὲρ ἡμῶν, σύμμορφος καὶ μάρτυς, παθῶν αὐτοῦ έδείχθης, παγεὶς ὡς ὁ Δεσπότης, Σταυρῷ μακάριε.