Ο Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός ήταν γιος του Ιωνά (βλέπε 21 Σεπτεμβρίου), από την Παλαιστίνη, και υπήρξε μαθητής μαζί με τον αδελφό του Θεοφάνη (βλέπε 11 Οκτωβρίου), στη μονή του αγίου Σάββα.
Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε' ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας. Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους. Γι' αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο. Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκαν στην Αφουσία. Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, τους παρακάτω δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.
Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας,
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες,
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι, τὴν θέαν,
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.
Απ' αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί. Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ' (836 ή 837 μ.Χ.), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη. Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.
Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία. Και για τ' αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δῶρον ἔμψυχον, τῷ Ζωοδότῃ, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ἀσκητικαὶς δωρεαὶς γὰρ κοσμούμενος, ὁμολογίας Ἀγώσι διέλαμψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.