(από την λέξη αγάπη) = ο πολύ αγαπητός, ο γεμάτος αγάπη.
Αθηναίος πολυμαθής φιλόσοφος.
Ὑπὲρ Θεοῦ, ταθέντος ἐν τῷ Κρανίῳ,Ξίφει σὸν Ἀγάπιε τείνεις κρανίον.
Ο Άγιος Αγάπιος μαρτύρησε δια ξίφους. Στον Παρισινό Κώδικα 1578 σημειώνεται, ότι ήταν από την Καππαδοκία.