(από το maximus) = Ο μέγιστος
1) Φιλόσοφος από την Τύρο του 2ου μ.Χ. αιώνα2) Φιλόσοφος του 4ου π.Χ. αιώνα.
Mάξιμος αικίζεται ο φρουράς φύλαξ,Eυθύς υπάρξας εντολών Θεού φύλαξ.
Ο Άγιος Μάξιμος ήταν δεσμοφύλακας κάποιας φυλακής της Ρώμης. Πίστεψε στον Χριστό δια των Άγιων Βαλεριανού και Κικιλίας (βλέπε ίδια ημέρα), ομολόγησε την πίστη του και υπέστη μαρτυρικό θάνατο (αἰκισθεὶς τελειοῦται).