(εκ του γεννάδας) = ο ευγενής, ο γενναίος, ο μεγαλόψυχος.
O Γεννάδιος είδε θαύμά τι ξένον,Πίθον κενόν βλύζοντα. Aγνής η χάρις.
Ο Όσιος Γεννάδιος ήταν δοχειάρης (υπεύθυνος για την πλήρωση των δοχείων της Μονής με λάδι) της Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους. Αυτός λοιπόν, αξιώθηκε να δει πιθάρι άδειο να αναβλύζει λάδι, δια θαύματος της Θεοτόκου.Ο Όσιος Γεννάδιος απεβίωσε ειρηνικά.