Ο Προφήτης Αχιά έζησε επί των βασιλέων Σολομώντος και Ιεροβοάμ, και καταγόταν από την Σηλώμ.
Σ' αυτόν αποδίδονται οι λόγοι, που «ἐλαλήθησαν ἐν ὀνόματι Κυρίου» προς τον Σολομώντα, όταν έκτιζε τον ναό στην Ιερουσαλήμ. Τότε δηλαδή θα πραγματοποιούσε ο Θεός και στο δικό του πρόσωπο, όσα είχε εξαγγείλει στον πατέρα του Δαβίδ, όταν βέβαια και αυτός θα βάδιζε στα διδάγματα Του και εκτελούσε τις κρίσεις Του και τηρούσε όλες τις εντολές Του. Όταν όμως κάποτε ο Σολομών παρεξέκλινε του θεϊκού δρόμου, δια του Αχιά πάλι ο Κύριος γνωστοποίησε σ' αυτόν ότι θα τον τιμωρούσε κάνοντας κομμάτια τη βασιλεία του.
Κατόπιν ο προφήτης εστάλη στον Ιεροβοάμ, τον γιο της χήρας Σερουά. Μόλις τον συνάντησε, έξω από την Ιερουσαλήμ, του πήρε το καινούριο του ιμάτιο και το έσχισε σε δώδεκα τεμάχια. Ο Ιεροβοάμ, παρακολουθούσε έκπληκτος την πράξη αυτή του προφήτη. Αυτός δε, έδωσε σ' αυτόν τα δέκα τεμάχια και του είπε, ότι μετά το θάνατο του Σολομώντα έτσι ο Θεός θα κομμάτιαζε τη βασιλεία του, για να δώσει τις δέκα φυλές στην εξουσία του Ιεροβοάμ.
Αυτά αφού προφήτευσε ο Αχιά, πέθανε ειρηνικά και τον έθαψαν κοντά στη Βελανιδιά του Σιλώμ.