(ευ + γένος) = ο έχων καλή καταγωγή και αισθήματα.
Μάτην ὀπὴ ὡς κλεῖθρα τὸν πηλὸν φέρεις·Εὐγενίῳ γὰρ πρὸς Θεὸν τρίβος γίνῃ.
Ο Άγιος Ευγένιος μαρτύρησε, αφού τον έκτισαν ζωντανό, μέσα στην τρύπα ενός τείχους.