Ο Άγιος Ορέστης καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ορισμένες αγιολογικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν γιατρός. Την περίοδο του Διοκλητιανού διωγμού (περί το 289 μ.Χ.), αναγκάστηκε πολυτρόπως, από τον ηγεμόνα Μάξιμο, να αρνηθεί τον Ιησού. Αφού με τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, δεν κατάφεραν να τον πείσουν να ασπαστεί τα είδωλα, τον γύμνωσαν και τον έδειραν και τον μαστίγωσαν για τιμωρία. Μετά τον έριξαν στην φυλακή για επτά ημέρες.
Ύστερα από το πέρας της έβδομης ημέρας τον πήγαν σε ένα ειδωλολατρικό ναό για να προσφέρει θυσίες και να προσευχηθεί. Γιατί, του είπε ο ηγεμόνας Μάξιμος, αρνείσαι να ασπαστείς τη λατρεία που με τόση ευλάβεια ακολουθούν οι σεπτοί μας αυτοκράτορες; Ο Ορέστης δεν δίστασε να του απαντήσει με θάρρος ότι ήταν πρόθυμος υπήκοος σε ότι αφορούσε τα πολιτικά και επίγεια πράγματα. Εκτός αυτών όμως δεν του ήταν δυνατόν να παραδεκτεί κανέναν άλλον αυτοκράτορα, πέρα από τον έναν αληθινό Θεό. Τότε ο Μάξιμος διέταξε να του διαπεράσουν τους αστραγάλους με σιδερένια αλυσίδα, την οποία έδεσαν πάνω σε ένα ατίθασο άλογο. Ο ίππος αφέθηκε ελεύθερος και άρχισε έναν ξέφρενο καλπασμό σέρνοντας τον Άγιο πίσω του, και σταμάτησε μόνο αφού διένυσε είκοσι χιλιόμετρα. Με αυτό το μαρτυρικό τρόπο ο Άγιος Ορέστης παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν διὰ τοῦτο σὲ Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντες σοὶ ἐκβοῶμεν δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.