(απο το λατινικό lux-cis = φώς) = ο φωτισμένος, αυτός που λάμπει από ωραιότητα.
Ἀρεστά, Λουκᾶ, τῷ Θεῷ πράξας Λόγῳ.Τῆς εὐαρέστων ἐκθανὼν μοίρας γίνῃ.
Ξένος προς τις μάταιες κλήσεις και επιθυμίες, καταγινόταν ήσυχα με την εργασία του και τον υπόλοιπο καιρό χρησιμοποιούσε για λογική ανάπαυση, μελέτη και αγάπη προς τον πλησίον του.Ο όσιος Λουκάς ήταν από το Ταυρομένιο της Σικελίας και από μικρό παιδί διακρινόταν για τη ζωντανή ευσέβεια του. Από τον ιδρώτα του έδινε στους φτωχούς και πολλές φορές αγρύπνησε κοντά στα κρεβάτια δυστυχισμένων, που χωρίς οικογένεια περνούσαν την ασθένεια μέσα στη θλίψη και τη μόνωση. Οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν, αλλά ο Λουκάς δεν δέχτηκε. Δεν περιφρονώ, έλεγε τον γάμο, αφού τόσο τον τίμησε ο Κύριος μας και η Εκκλησία. Αλλά είναι τάχα ανάγκη να παντρευτούμε όλοι; Υπάρχουν τόσες διακονίες προς τον πλησίον, που μπορεί να εκτελεί ο άγαμος με περισσότερη ευκολία. Επίσης είναι υποχρεωτικό να αποκτήσει κανείς παιδιά; Και μήπως τάχα δεν είναι ιερό και ωραίο να δώσει κανείς ψωμί και να φέρει κάποια ακτίνα παρηγοριάς στις καρδιές απόρων ορφανών;Αργότερα ο Λουκάς έγινε μοναχός και ασκήτευε σε κάποια τοποθεσία της Αίτνας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Βυζάντιο, όπου υπήρχαν τόσοι θησαυροί της Εκκλησίας. Τελικά τον τράβηξε η Κόρινθος, όπου δίδασκε και οικοδομούσε με τις ευσεβείς ομιλίες του και τις πατρικές συμβουλές του. Εκεί επίσης τον βρήκε και ο ειρηνικός θάνατος του δικαίου.