(τιμώ + Θεός) = αυτός που τιμά τον Θεό, ο ευσεβής.
1) Αθηναίος στρατηγός, γιός του Κόνωνα2) Γλύπτης του 4ου π.Χ. αιώνα3) Ποιητής της νέας κωμωδίας
(από το Θεός + φίλος) = ο Θεαγάπητος
Τὸν Τιμόθεον, καὶ συναθλητὰς δύωΚτείνουσι πυγμαί, καὶ Θεὸς τιμᾷ Λόγος.
Οι Άγιοι Τιμόθεος, Θεόφιλος, Θεότιμος έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.) και ήταν νέοι στην ηλικία και ευπαρουσίαστοι. Μαρτύρησαν αφού τους γρονθοκόπησαν μέχρι θανάτου.