(εβραϊκή λέξη από το ελίγια) = αυτός που έχει θεία δύναμη, ο θείος.
Τῶν ἀρετῶν εἰς ἅρμα προβὰς Ἠλίας,Πόλῳ προσῆλθεν, ὥς περ ἄλλος Ἠλίας.
Ο Όσιος Ηλίας απεβίωσε ειρηνικά.