(από το εβραϊκό Χάννα = ευμένεια, χάρις) = εκείνη, στην οποία επεδείχθη η ευμένεια και η χάρις του Θεού.
Στολή κρυβείσαν ανδρική σεμνήν Άνναν,Xριστός κατ’ αυτών αρρενοί των δαιμόνων.
Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο από ευσεβείς γονείς και ο πατέρας της, Ιωάννης ονομαζόμενος, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά αργότερα, ο άντρας της και τα δύο της παιδιά πέθαναν και έτσι η Άννα διαμοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Κατόπιν όμως, ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα.Στην ανάγκη αυτή, η Οσία φόρεσε ρούχα ανδρικά και μπήκε σε ανδρικό μοναστήρι με το ψευδώνυμο: Ευφημιανός. Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.