Πρόκειται για τον μεγάλο σεισμό, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 740 μ.Χ. επί βασιλείας Λέοντα του Ισαύρου. Τότε πολλά οικοδομήματα της πόλης έπεσαν και πολλοί άνθρωποι καταπλακώθηκαν στα ερείπια τους.
Γράφει σχετικά ο Άγιος Νικόδημος στον Συναξαριστή:
«Kατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου, ήτοι εν έτει ψμ΄ [740], ινδικτιώνος ενάτης, εν τη εικοστή έκτη ταύτη ημέρα του Oκτωβρίου, έγινε τόσον μέγας και φοβερός σεισμός εις την Kωνσταντινούπολιν, ώστε οπού, όλα τα ανώγεα και τα ωραιότατα από τα άλλα οσπήτια, κατεκρημνίσθησαν. Kαι πολλοί άνθρωποι καταπλακωθέντες, εθανατώθησαν. Διά τούτο και κατά την ημέραν ταύτην του Mεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κάμνομεν την ενθύμησιν της φοβεράς εκείνης απειλής του σεισμού, πηγαίνοντες με λιτανείαν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν της Πανάγνου και Aγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας. Kαι τελούμεν εκεί την θείαν και ιεράν Λειτουργίαν. Mε τας πρεσβείας της οποίας Θεοτόκου, άμποτε να λυτρωθώμεν από κάθε απειλήν και φοβερισμόν θεϊκόν, και να τύχωμεν της απολαύσεως των αιωνίων αγαθών, εν Xριστώ Iησού τω Kυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Aμήν».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴv γήv, καὶ ποιῶν αὐτὴv τρέμειν, ῥῦσαι ἡμᾶς τῆς φοβερᾶς τοῦ σεισμοῦ ἀπειλῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ κατάπεμψον ἡμῖν, πλούσια τὰ ἐλέη σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόvε Φιλάνθρωπε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσπλαγχνίας ἄβυσσος, καὶ θησαυρὸς χρηστότητος, ἐπὶ τὸν φόβον σου στήριξον, Κύριε, τῶν εὐσεβῶν τὸ πλήρωμα, καὶ ἐκλύτρωσαι Σῶτερ, ἐκ τῆς σεισμοῦ φοβερᾶς συγκλονήσεως, τοὺς πίστει ἀφορῶντας, τοῖς οἰκτιρμοῖς σου Φιλάνθρωπε.
Μεγαλυνάριον
Ἔδρασον τῷ φόβῳ σου ἀκλινῶς, ἡμῶν τὰς καρδίας, ἐκκλινόντων τοῖς γεηροῖς, καὶ σεισμοῦ βιαίας, φθορᾶς λύτρωσαι Λόγε, τοὺς πίστει προσκυνοῦντας, τὴν δυναστείαν σου.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἐπελθούσης σου ὀργῆς ἀφορήτου, ὅτι ἠλέησας ἡμᾶς καὶ ἐρρύσω, φιλανθρωπίας πέλαγος δεικνύων Χριστέ, νῦν εὐχαριστοῦμέν σοι, παιδευθέντες ἐκκλῖναι, ἀπὸ τῶν κακῶν ἡμῶν, τῶν ἡμᾶς θανατούντων· Ἀλλ' ἐπιβλέψας οἴκτειρον ἡμᾶς, ταῖς ἱκεσίαις Σωτὴρ τῆς τεκούσης σε.