Ο Όσιος Φιλόθεος γεννήθηκε το 1526 μ.Χ. στη Χρυσούπολη της Μακεδονίας (κοντά στην Καβάλα).
Οι γονείς του ήταν από κάποια επαρχία Ασιανών της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα από την πόλη Ελατεία. Για το φόβο των Αγαρηνών ήλθαν στην Χρυσούπολη, όπου πέθανε ο πατέρας αφού γέννησε δύο παιδιά. Τα παιδιά αυτά τα άρπαξαν οι Τούρκοι και ο πόνος της μάνας τους Ευδοκίας ήταν μεγάλος και για να τον ελαφρύνει, κλείστηκε σε γυναικείο μοναστήρι.
Κάποτε όμως, σε μια πανήγυρη ενός ανδρικού μοναστηριού συνάντησε τα δύο παιδιά της και με μεγάλη συγκίνηση άκουσε την ιστορία της σωτηρίας των παιδιών της, από τα χείλη του ηγουμένου. Ο Θεόφιλος έτσι ήταν το πρώτο του όνομα, έδειξε μεγάλη προθυμία στο μοναστήρι αυτό και εκάρη μοναχός με το όνομα Φιλόθεος.
Κατόπιν, το 1551 μ.Χ. και σε ηλικία 25 ετών, πήγε στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα στο κοινόβιο της Ιεράς Μονής Διονυσίου, όπου οι ασκητικοί του αγώνες έγιναν παράδειγμα σε πολλούς αδελφούς.
Αργότερα, αναζητώντας περισσότερο την ησυχία, προφασιζόμενος ότι ασθένησε και έχασε την ακοή του, αποσύρεται σε σπήλαιο έξω από την μονή. Εκεί ανεδείχθη θαυμαστός ασκητής και νικητής δαιμόνων. Όταν απεκαλύφθη η προσποιητή του ασθένεια, αναγκάσθηκε ν’ αλλάξει τόπο διαμονής, για να μη τον τιμούν. Στη νέα του κατοικία απέκτησε τρεις μαθητές.
Ο Θεός, για τους κόπους του τον αντάμειψε με το προορατικό χάρισμα.
Πέθανε ειρηνικά σε ηλικία 84 χρονών (1610 μ.Χ.). Στους μαθητές του είχε δώσει εντολή να μη θάψουν το σώμα του, αλλά να το αφήσουν να το φάνε τα θηρία του δάσους. Ο πανάγαθος Θεός όμως το κατηύγασε με φώς, από το όποιο οδηγούμενος ένας μοναχός, παρέλαβε την κάρα του και την παρέδωσε στους μαθητές του οσίου.
Η κάρα σώζεται μέχρι σήμερα στη μονή της Πέτρας, της επαρχίας Θεσσαλιώτιδος, σε αργυρή θήκη, και απολαμβάνει μεγάλης τιμής από τους πιστούς. Μέρος τού τιμίου λειψάνου του οσίου, το 1972 μ.Χ., μετέφερε ο μακαριστός ηγούμενος αρχιμανδρίτης Γαβριήλ από τη μονή Κορώνης στη μονή Διονυσίου.
Ο βίος του οσίου γράφηκε από τον μοναχό Δανιήλ Διονυσιάτη, αντιγράφοντας παλαιότερο κώδικα, τον όποιο μεταγλώττισε ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος (1802 μ.Χ.) και δημοσιεύθηκε αργότερα (Βενετία 1872 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, τῆς Θεοτόκου, ὡς λελύτρωσαι, χειρῶν ἀπίστων, ἐν Νεαπόλει ὁσίως ἐμόνασας, καὶ ἐν τῷ Ἄθῳ ἀσκήσας Φιλόθεε, φίλος Θεοῦ φερωνύμως γεγένησαι, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φίλος θερμότατος τοῦ τῶν ἁπάντων Θεοῦ, Φιλόθεε Ὅσιε, τῇ σῇ ἁγίᾳ ζωῇ, ἐνθέως δεδόξασαι· ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, δωρεὰν κεκτημένος, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, δαψιλῶς τὴν σὴν χάριν, πρεσβεύων τῷ Σωτῆρι ὐπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς φιλίας τῆς ἐν κόσμῳ ξένον πέλοντα, καὶ τῆς ἐνθέου οἰκειώσεως μετέχοντα, ὁ Θεός σε ἐμεγάλυνε θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς φίλος τοῦ Σωτῆρος γνησιώτατος, τῆς φιλίας τῶν χειρόνων ἀπολύτρωσαι, τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Φιλόθεε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Χρυσουπόλεως ὁ βλαστός, καὶ Μονῆς Προδρόμου τῆς ἐν Ἄθῳ ἄνθος σεπτόν, χαίροις ὁ Κυρίῳ, ἀσκητικῶς δουλεύσας, Φιλόθεε τρισμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ἐν ἀσκήσει, ἀληθῶς ἀνεδείχθης, Φιλόθεε θεράπον Κυρίου, καὶ νῦν Ἀγγέλων δήμοις συνών, σὺν αὐτοῖς διὰ παντὸς καθικέτευε, πταισμάτων δοῦναι ἄφεσιν, τοῖς εὐλαβῶς σοι ἐκβοῶσι·
Χαῖρε, Ὁσίων τὸ ἐκμαγεῖον·
χαῖρε, ὁ ξένος τῶν ἐπιγείων.
Χαῖρε, τῆς φιλίας τοῦ κόσμου ὑπέρτερος·
χαῖρε, τῆς ἀγάπης Κυρίου ὁ ἔμπλεως.
Χαῖρε, δένδρον εὐθαλέστατον, ἀρετῶν ἀσκητικῶν·
χαῖρε, ἄνθος εὐωδέστατον, δωρεῶν πνευματικῶν.
Χαῖρε, ὅτι ἐν Ἄθῳ, ὡς ἀστὴρ διαλάμπεις·
χαῖρε, ὅτι καρδίας, Μοναστῶν καταυγάζεις.
Χαῖρε, Χριστοῦ τῆς δόξης, ὁ μέτοχος·
χαῖρε, ἡμῶν μεσίτης, ὁ ἔνθεος.
Χαῖρε, φωτὸς κοινωνὲ οὐρανίου·
χαῖρε, ἐχθροῦ καθαιρέτα δολίου.
Χαίροις Πάτερ Φιλόθεε.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡσύχως διήνυσας τὴν σὴν ἁγίαν ζωήν, νοὸς καθαρότητι καὶ ἀενάῳ εὐχῇ, Φιλόθεε Ὅσιε, ὅθε τῆς οὐρανίου, ἠξιώθης παστάδος, κάλλος τὸ τοῦ Σωτῆρος, καθορῶν σὺν Ἀγγέλοις, μεθ’ ὧν ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.