(από το Θεός + δούλος) = ο αφωσιωμένος στον Θεό.
Kύπρου το κλήμα Θεόδουλος κυπρίσαν,Kαι σταφυλήν ποιήσαν ήλθεν εις τρύγην.
Κύπριος ασκητής άγνωστης εποχής, που λόγω της μεγάλης του άσκησης, αξιώθηκε διορατικού πνεύματος, υποκρινόμενος τον σάλο (τρελό) και έλεγχε τους ανθρώπους για τις ανομίες που διέπρατταν. Έτσι οσιακά αφού έζησε, απεβίωσε ειρηνικά, το δε λείψανο του γιατρεύει θαυματουργικά πολλές ασθένειες.