(από την λέξη ανάσταση) = ο αιώνιος, όπως ο αναστάς Ιησούς.
Aναστάσιος σώμα δους ταις βασάνοις,Eφεύρε λήξιν την ανώδυνον πάνυ.
Η πατρίδα του Αγίου Αναστασίου ήταν η πόλη Ροδοβίσι της επαρχίας Στρούμιτζα της Βουλγαρίας. Είκοσι χρονών ήλθε στη Θεσσαλονίκη και δούλευε σαν υπάλληλος σε κάποιο εμπορικό κατάστημα.Κάποια μέρα, βοήθησε το αφεντικό του για τη λαθραία εξαγωγή ενδυμάτων έξω από το Κάστρο της Θεσσαλονίκης, για να μη πληρώσει φόρους. Ο Αναστάσιος μάλιστα, φόρεσε και μια τούρκικη στολή προκειμένου να περάσει το εμπόρευμα. Αλλά ενώ περνούσε την πύλη, Τούρκοι φοροειοπράκτορες, τον ρώτησαν αν είχε ανάλογα έγγραφα για την εξαγωγή των ενδυμασιών. Αυτός με αφέλεια απάντησε ότι ήταν Τούρκος. Για να το επιβεβαιώσει αυτό, οι Τούρκοι υπάλληλοι του ζήτησαν να κάνει «σαλαβάτι» (ομολογία). Ο νέος στο άκουσμα του αιτήματος αυτού έμεινε άφωνος. Αμέσως τότε τον άρπαξαν οι Τούρκοι και με άγρια χτυπήματα τον οδήγησαν στον αγά. Εκεί ο Αναστάσιος, παρά τις κολακείες και τις φοβέρες του αγά, έμεινε ακλόνητος στη χριστιανική πίστη. Κατόπιν οδηγήθηκε στον κριτή και έπειτα σ' άλλον άρχοντα, οπού φυλακίστηκε και βασανίστηκε ανελέητα. Αλλά επειδή και πάλι ομολογούσε τον Χριστό τον καταδίκασαν σε θάνατο.Στο δρόμο για την αγχόνη, ο Αναστάσιος υπέκυψε στα τραύματα του και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, έξω από τη Θεσσαλονίκη κοντά στην «καινούρια πόρτα», στις 8 Αυγούστου 1794 μ.Χ.