(εκ του προκοπή) = ο ικανός.
Ιστορικός επί Ιουστινιανού.
Ο νεομάρτυρας Προκόπιος, καταγόταν από χωριό που ήταν κοντά στη Βάρνα, και από γονείς ευσεβείς.Σε ηλικία 20 χρονών, πήγε στο Άγιο Όρος και μόνασε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, υποτακτικός στον γέροντα Διονύσιο. Σαν μοναχός, διακρίθηκε για τις μοναχικές του αρετές. Αργότερα, εγκατέλειψε τη μοναχική ζωή, έφθασε στη Σμύρνη και βρισκόμενος σε απόγνωση, εξισλαμίστηκε.Κατόπιν όμως, οι τύψεις συνειδήσεως που είχε για το βαρύ ολίσθημα του, τον έφεραν με δάκρυα μετανοίας σε κάποιο πνευματικό, στον όποιο εξομολογήθηκε και πήρε τις ανάλογες συμβουλές παρηγοριάς. Κατόπιν προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και ξεκίνησε για τον κριτή της πόλης. Μόλις έφτασε μπροστά στον κριτή, πέταξε το τούρκικο σαρίκι που φορούσε στο κεφάλι του και φόρεσε τον μοναχικό σκούφο. Έπειτα ήλεγξε με τόλμη τη μουσουλμανική θρησκεία και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό.Οι Τούρκοι, όταν είδαν το αμετάθετο της γνώμης του μάρτυρα, τον οδήγησαν με χλευασμούς στον τόπο της εκτέλεσης. Αλλά όταν διαπίστωσαν τη χαρά με την οποία πήγαινε στο μαρτύριο, οι δήμιοι φοβήθηκαν και αρνήθηκαν να τον εκτελέσουν. Τότε ανέλαβε και τον αποκεφάλισε κάποιος αρνησίχριστος, που κλήθηκε επί τούτου, στις 25 Ιουνίου 1810 μ.Χ., ήμερα Σάββατο.