(από το Θεός + κλέος) = αυτή που έχει θεϊκή δόξα.
Κόρη του Αυτοκράτορα Θεόφιλου.
(εβραϊκή λέξη) = Δέσποινα πεικραθείσα.
(λέξη εβραϊκή) = η πικραθείσα αλλά υψωθείσα και δοξασθείσα.Κατά μια άλλη ετυμολογία σημαίνει το ανατέλλον άστρο της αυγής, ο αυγερινός.
Tας Kανονικάς διά φιλαργυρίαν,Έκτεινε θύτης· ω θύτου ταλαντάτου!
Στα χρόνια του βασιλιά των Περσών Σαθωρίου (330 μ.Χ.), ζούσε κάποιος Ιερέας, Παύλος ονομαζόμενος, κοντά σ' ένα χωριό που ονομαζόταν Αζά. Ήταν πλούσιος και φιλοχρήματος, και είχε μαζί του και πέντε κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, που ήταν στολισμένες με την λαμπρότητα των αρετών. Αυτός λοιπόν, Ιερουργούσε και συνέψαλλε μ' αυτές, και όσα χρήματα έδιναν σ' αυτόν οι κανονικές, αυτός τα θησαύριζε για τον εαυτό του. Όταν όμως έγινε γνωστό, ότι...